Αρχική / ΝΕΑ / ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΙΚΑ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΕΦΑΛΟΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΙΚΑ

.

«Σε συνέχεια της επικοινωνίας που είχαμε και της συζητήσεως επί του νομοσχεδίου του θέματος κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής παράγωγης και εμπορίου της Βουλής (12/3/2014), συνοψίζω τις παρατηρήσεις επί του συζητουμένου νομοσχεδίου για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του Μηχανισμού Στήριξης των ΑΠΕ και την εξυγίανση του Ειδικού Διαχειριστικού Λογαριασμού ΑΠΕ & ΣΗΘΥΑ του άρθρου 40 του Ν. 2773/1999.

Α. Έχουν αναφερθεί ως αντισυνταγματικές προτεινόμενες ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στις παρακάτω αναφερόμενες διατάξεις του εν θέματι σχεδίου νόμου, οι οποίες ανατρέπουν άρδην διαμορφωμένες με νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις έννομες σχέσεις:

1.το άρθρο 1 του σχεδίου νόμου, ως προς το ειδικότερες διατάξεις αυτού με τις οποίες επανακαθορίζονται τα στοιχεία και οι τιμές αναφοράς του πίνακα της παραγράφου 3 του άρθρου 27Α του Ν. 3734/2009, όπως ισχύει, καθώς και οι τιμές αναφοράς του «ειδικού προγράμματος ανάπτυξης φωτοβολταϊκών στα κτίρια», όπως αυτές οι τιμές εφαρμόζονται σήμερα για την εκτέλεση των συμβάσεων πώλησης για τους σταθμούς ΑΠΕ.
2. Το άρθρο 3 του σχεδίου νόμου, δυνάμει του οποίου θεσπίζεται μία, πρωτοφανής στα νομικά και συναλλακτικά χρονικά, διαδικασία παροχής αναγκαστικής έκπτωσης από τους παραγωγούς ΑΠΕ, υπολογιζόμενη και επιβαλλόμενη αναδρομικά και μάλιστα σε συνδυασμό με την ήδη επιβληθείσα, για το έτος 2013, έκτακτη εισφορά του Ν. 4093/2012.

Β. Συγκεκριμένα, παρατηρουνται τα εξής

A) Επί του πίνακα της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του σχεδίου νόμου («Τιμολόγηση ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς») .
• Δεν τεκμηριώνονται με συνημμένα έγγραφα τα κόστη αναφοράς τα οποία ελήφθησαν υπόψη ως παραδοχές για τον προσδιορισμό της οικονομίας κλίμακας της εγκατάστασης, όπως θα έπρεπε προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της διαφάνειας, η οποία θα έπρεπε ιδίως να διέπει την όποια διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης όπως αυτή που έχει καθιερωθεί με τη λειτουργία του ιστότοπου OpenGov.
• Δεν γίνεται λόγος για την ισχύ των έργων που κατανέμονται στην κάθε κατηγορία και την επίδραση αυτών βάσει των εισπράξεών τους στο έλλειμμα του ειδικού λογαριασμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σταθμοί που συνδέθηκαν εντός της χρονικής περιόδου 2009 – 2011 είναι επί το πλείστον μικρής ισχύος, ενώ είχαν εξαιρετικά αυξημένο κόστος κατασκευής και συντήρησης. Συνεπώς, οι όποιες μειώσεις στις τιμές των σταθμών αυτών αναμένονταν πολύ πιο περιορισμένες από τις αντίστοιχες μειώσεις τιμών των σταθμών που συνδέθηκαν εντός της χρονικής περιόδου 2012 – 2013. Η λογική όμως αυτή παραδοχή ουδόλως ελήφθη υπόψη.
• Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που έχουμε συλλέξει (με αποδείξεις για αυτά τις οποίες θέτουμε στη διάθεση του Υπουργείου), για ένα ενδεικτικό τρίμηνο (Γ΄ 2012), κατά το οποίο συνδέθηκε η μεγαλύτερη ισχύς έργων μέχρι το 2012, τα ειδικά κόστη ανέρχονταν σε: 1,60 €/W για έργα 100kW, 1,40 €/W για έργα των 500kW, 1,20 €/W για έργα 1 MW ενώ για έργα πολλαπλών MW άγγιζαν τα 1,05€/W. Συνοπτικά, κάθε κατηγορία ισχύος είχε από 13-14% οικονομικότερη κατασκευή από την αμέσως προηγούμενη, ενώ η εγκατάσταση των 100kW είναι 52% ακριβότερη ανά W από αυτή των 1-5 MW.
• Όσον αφορά τη λειτουργία και συντήρηση των εγκαταστάσεων αυτών, τα ειδικά κόστη (€/kW), μεταξύ ενός έργου 100, 500 και 1.000 kW αντίστοιχα, έχουν δραματικές διαφορές και συγκεκριμένα, είναι άνω του διπλάσιου ανά κατηγορία ισχύος.
• Η οικονομία κλίμακας στο κόστος κατασκευής μιας μεγάλης εγκατάστασης (1-5 MW), ισοδυναμεί με ισόποση επιδότηση του κεφαλαίου κατασκευής σε μία μικρότερη, εφόσον η αξιολόγηση γίνει με ποσοστιαίους δείκτες, όπως ο δείκτης IRR. Ωστόσο, η διαφορά στο κόστος κατασκευής ύψους 52% (η οποία ισοδυναμεί όπως προαναφέρθηκε με επιδότηση ύψους 52%), αντανακλάται με μείωση στην απολαμβανόμενη τιμή σε ποσοστό μόλις 18%, ενώ από κατηγορία σε κατηγορία η παρατηρούμενη διαφορά κυμαίνεται μεταξύ 2-10%.
• Ο πίνακας προβαίνει σε μειώσεις τιμών κατά 20% στις περιπτώσεις των έργων που έχουν λάβει ενίσχυση από τον επενδυτικό νόμο σε ποσοστό μόλις 30-40%, ανάλογα με την κατηγορία της επιχείρησης, κάνοντας εμφανές ότι εντέλει δεν έχουν ληφθεί υπόψη ορθά οικονομοτεχνικά κριτήρια.

B) Επί του άρθρου 3 του σχεδίου νόμου

Δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του σχεδίου νόμου, επιβάλλεται εξουσιαστικά, διαδικασία αναγκαστικής παροχής έκπτωσης από του παραγωγούς ενέργειας από φωτοβολταϊκά (πλην των περιπτώσεων του «Ειδικού Προγράμματος ανάπτυξης φωτοβολταϊκών συστημάτων σε κτιριακές εγκαταστάσεις») σε ποσοστό 35% (περ. α΄) και από παραγωγούς των υπόλοιπων μορφών ΑΠΕ/ΣΗΘΥΑ σε ποσοστό 10% (περ. β΄), η οποία θα υλοποιηθεί με την αναγκαστική έκδοση πιστωτικού τιμολογίου από τον κάθε παραγωγό ενέργειας.
• Η επιβολή παροχής αναγκαστικής έκπτωσης αποτελεί μία ατυχέστατη νομοθετική επιλογή ενόψει του ότι έχουν ήδη προταθεί από παράγοντες της αγοράς ενέργειας άλλες πιο πρόσφορες διοικητικές λύσεις, με αντίστοιχο χρηματοοικονομικό αποτέλεσμα για την εξυγίανση του Ειδικού Διαχειριστικού Λογαριασμού (π.χ. παροχή χρηματοδοτικής διευκόλυνσης εκ μέρους των παραγωγών υπό τη μορφή δανεισμού για τα αντίστοιχα ποσά με όρους αποπληρωμής τύπου balloon payment).
• Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μία πρωτοφανή διαδικασία, εξαιρετικά επαχθή και αιφνιδιαστική για τους παραγωγούς ενέργειας από σταθμούς Φ/Β μικρής δυναμικότητας διότι καθιερώνει οριζόντια υποχρέωση παροχής έκπτωσης, με ένα ενιαίο ποσοστιαίο συντελεστή, επί του κύκλου εργασιών του λειτουργικού έτους 2013 (δηλαδή αναδρομικά αφού καταλαμβάνει οφειλές που είχαν ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές ή έχουν καταβληθεί) δίχως να λαμβάνεται υπόψη και να εξετάζεται ποια είναι η πραγματική δυνατότητα, κάθε επί μέρους κατηγορίας παραγωγών, για συμβολή στην εξυγίανση του Ειδικού Διαχειριστικού Λογαριασμού με τον συγκεκριμένο τρόπο.

Για παράδειγμα, μία μικρή επιχείρηση ενός παραγωγού ενέργειας που εκμεταλλεύεται ένα Φ/Β σταθμό δυναμικότητας 80-100kW (ιδίως αν αυτός συνδέθηκε κατά την περίοδο 2010-2011) βρίσκεται σήμερα σε μία εξαιρετικά δεινή χρηματοοικονομική θέση για διάφορους λόγους και κυρίως λόγω:

a)της πολύμηνης καθυστέρησης εξόφλησης των τιμολογίων εκδόσεως του παραγωγού από τον ΛΑΓΗΕ, για την πωλούμενη ενέργεια (μία διοικητική πρακτική που καθιερώθηκε επίσημα κατά τη διάρκεια του 2011),

b) της υποχρέωσης του παραγωγού για απόδοση του ΦΠΑ που αναλογεί στα τιμολόγια, τα ποσά των οποίων δεν έχει έως σήμερα εισπράξει,

c) της υποχρέωσης καταβολής του φόρου εισοδήματος για το φορολογητέο εισόδημα που προέρχεται από τα ως άνω τιμολόγια πώλησης, τα οποία όπως προαναφέρθηκε δεν έχουν εξοφληθεί, της προκαταβολής φόρου επόμενης χρήσης (υπολογιζόμενης σε ποσοστό 80%) αλλά και για το φορολογητέο εισόδημα που αντιστοιχεί στο ποσό της έκτακτης εισφοράς του Ν. 4093/2012, το οποίο επίσης δεν εισπράττεται από τον παραγωγό αλλά υπόκειται σε φορολόγηση.

d) της υποχρέωσης για εμπρόθεσμη αποπληρωμή των δανείων που έχει λάβει από τις δανείστριες Τράπεζες και λοιπά πιστωτικά ιδρύματα – σημειώνεται ότι η πλειονότητα των μικρών επιχειρήσεων του κλάδου των Φ/Β έχουν δανειοδοτηθεί σε ποσοστό 75-100% του κόστους υλοποίησης της επένδυσης, με εξαιρετικά υψηλό επιτόκιο χορήγησης και δυσμενείς όρους αποπληρωμής.

e) της υποχρέωσης για κάλυψη των λειτουργικών εξόδων του σταθμού (ενδεικτικά: αμοιβή συντηρητή, έξοδα τακτικής συντήρησης και επιδιόρθωσης έκτακτων βλαβών, έξοδα ασφάλισης έναντι διαφόρων κινδύνων, αμοιβή λογιστή) αλλά και διαφόρων άλλων τελών και επιβαρύνσεων (διαφόρων έκτακτων εισφορών, τελών δημοσίευσης εταιρικών αποφάσεων και στοιχείων στην ΕτΚ, ασφαλιστικών εισφορών κλπ).

Από την επισκόπηση όλων των ανωτέρω, γίνεται σαφώς αντιληπτό ότι ο παραγωγός του ως άνω παραδείγματος, ο οποίος εξαναγκάζεται να ακολουθήσει τη διαδικασία εκδοσης πιστωτικού-εκπτωτικού τιμολογίου κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του νομοσχεδίου, είναι εκτεθειμένος σε διαρκή κίνδυνο έλλειψης ρευστότητας που ενδέχεται ανά πάσα στιγμή να προκαλέσει αντικειμενική αδυναμία εκπλήρωσης κάποιων εκ των φορολογικών του υποχρεώσεων, γεγονός που, ως γνωστό, θα έχει ως συνέπεια την αδυναμία λήψης φορολογικής ενημερότητας από τις φορολογικές αρχές και τη συνακόλουθη αδυναμία είσπραξης της απαίτησης του παραγωγού από τον ΛΑΓΗΕ, βάσει του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου. Κάθε όμως τέτοιο μεμονωμένο γεγονός θα έχει ως αναπόδραστη συνέπεια τον εγκλωβισμό του παραγωγού σε μία δίνη συνεχούς συσσώρευσης υποχρεώσεων (καθώς θα βεβαιώνονται συνεχώς τόσο νέα ποσά τελών, φόρων και προσαυξήσεων όσο και θα καθίστανται απαιτητές δόσεις αποπληρωμής δανείων και λοιπά έξοδα) που θα συνεπιφέρει τον οριστικό και μόνιμο αποκλεισμό του από το σύστημα πληρωμών. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι παραγωγοί ενέργειας οι οποίοι εκμεταλλεύονται ένα Φ/Β σταθμό δυναμικότητας 80-100kW εξαρτούν τον βιοπορισμό τους από τα λειτουργικά κέρδη και ως εκ τούτου τίθεται σε αυτή την περίπτωση και ζήτημα επιβίωσης πολλών εξ αυτών που έχουν επενδύσει το σύνολο των αποταμιεύσεών τους στη συγκεκριμένη επένδυση και στερούνται λοιπών εισοδημάτων.

Γ. ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ Ν/Σ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

Ι. Η παραβίαση της οικονομικής ελευθερίας των παραγωγών ενέργειας από Φ/Β

Οι απαιτήσεις των παραγωγών ενέργειας από τις συμβάσεις πώλησης τις οποίες έχουν υπογράψει υπάγονται, αφού απορρέουν από ενοχικά δικαιώματα, στην οικονομική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.). Το Σύνταγμα επιτρέπει βέβαια τη θέσπιση περιορισμών σε αυτήν για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Οι περιορισμοί δεν μπορεί όμως ούτε να αντίκεινται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 πρότ. 4 Συντ.) ούτε να παραβιάζουν τον πυρήνα της.

Στην οικονομική ελευθερία περιλαμβάνεται ιδίως η ελευθερία των συμβάσεων, η οποία εξειδικεύεται στη διάταξη του άρθρου 361 Α.Κ. Σε αυτήν περιλαμβάνονται η ελευθερία σύναψης και καταγγελίας της σύμβασης, η ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου, η ελευθερία διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης κ.τ.λπ. Όπως δέχονται παγίως τα δικαστήρια, “με την ελευθερία των συμβάσεων, ως εκδήλωση του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας, δεν συμβιβάζεται, κατ’ αρχήν, μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, περιοριστική της ελευθερίας αυτής, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ελευθερία αυτή προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων ή ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών, καθώς επίσης και στις περιπτώσεις που ασκείται προς βλάβη της Εθνικής Οικονομίας (άρθρα 5 παρ. 1, 25 παρ. 3 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος)” (Α.Π. 1465/2001).

Επίσης, έχει κριθεί ότι “στην ελευθερία των συμβάσεων ανήκουν, μεταξύ άλλων, η επιλογή καταρτίσεως συμβάσεως με το Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και η σύμφυτη αξίωση της τηρήσεως των συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων. Νομοθετική επέμβαση στην εξέλιξη συνεστημένης συμβατικής σχέσης συνιστά εξαιρετικό μέτρο και δικαιολογείται για σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η βλάβη της εθνικής οικονομίας. Το εξαιρετικό όμως αυτό νομοθετικό μέτρο, ως εκ της φύσεως του δικαιολογητικού λόγου της επιβολής του, πρέπει να προβλέπεται με βάση γενικά, αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια και να λαμβάνεται στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας σε εύλογο από την κατάρτιση της συμβάσεως χρόνο. Έτσι καθίσταται εφικτός ο αποτελεσματικός δικαστικός έλεγχος της συνδρομής του δικαιολογητικού λόγου της επιβολής του μέτρου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και παραλλήλως επιτρεπτή η διάγνωση του ζητήματος αν οφείλεται και σε ποια έκταση αποζημίωση στον αντισυμβαλλόμενο ιδιώτη” (Σ.τ.Ε. Ολομ.1909-10/2001).

Στην εξεταζόμενη περίπτωση, ο νομοθέτης θεσπίζει, όπως σημειώθηκε παραπάνω, απολύτως αιφνιδιαστικά, σειρά εξαιρετικά επαχθών μέτρων (μειώσεων τιμών πώλησης – παροχή αναδρομικής έκπτωσης) που, όπως διατυπώνονται, θίγουν ιδιαίτερα συγκεκριμένη κατηγορία μικροπαραγωγών ενέργειας από Φ/Β. Κατά μείζονα λόγο, δεν συντρέχει αποχρών λόγος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί τους επίμαχους δραστικούς περιορισμούς της οικονομικής ελευθερίας των παραγωγών δια της παροχής αναδρομικής έκπτωσης σε οφειλές, οι οποίες έχουν καταπέσει και βεβαιωθεί αλλά δεν έχουν ακόμη εξοφληθεί από τον ΛΑΓΗΕ/ΔΕΔΔΗΕ (δηλ. το Δημόσιο). Πρόκειται σαφώς για γεγενημένες και βεβαιωμένες απαιτήσεις τους εις βάρος του Δημοσίου, η νομοθετική απόσβεση των οποίων δεν είναι ασφαλώς δικαιολογημένη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σχετική ρύθμιση θεσπίζεται μετά την πάροδο (συνήθως) αρκετών ετών από τη σύναψη των μονομερώς τροποποιούμενων συμβάσεων, κατά παράβαση του κανόνα venire contra factum proprium, σε χρόνο που δεν θα μπορούσε υπό καμία εκδοχή να θεωρηθεί εύλογος.

Οι περιορισμοί της οικονομικής ελευθερίας προσδιορίζονται εδώ μονομερώς από το ίδιο το κράτος, το οποίο, εμμέσως, είναι ταυτόχρονα και υπόχρεο γεγενημένων οφειλών. Παρεμβαίνοντας έτσι εξουσιαστικά στην εν λόγω έννομη σχέση, στην οποία το ίδιο συμμετέχει, το κράτος υπό δύο διαμετρικά αντίθετες υποστάσεις – ως νομοθέτης και ως υπόχρεος – αναιρεί, και μάλιστα αναδρομικά, τις αναληφθείσες οικειοθελώς υποχρεώσεις του. Η απόσβεση των υποχρεώσεών του προς τους παραγωγούς ενέργειας από Φ/Β συνιστά επομένως, ιδίως υπό αυτούς τους όρους, ουσιώδη απόκλιση από βασικές αρχές του οικονομικού Συντάγματος (ιδίως άρθρα 5 παρ. 1, 17, 25, 106) και παραβιάζει την οικονομική ελευθερία τους.

Η νομοθετική κατάργηση ενοχικών αξιώσεων που έχουν καταστεί ή θα καταστούν απαιτητές εις βάρος του Δημοσίου αντίκειται λοιπόν ευθέως στην οικονομική ελευθερία των παραγωγών ενέργειας από Φ/Β. Έτσι μεταβάλλουν δραστικά και χωρίς αποχρώντα λόγο δημοσίου συμφέροντος το περιεχόμενο της συμβάσεως που είχε συνάψει το Δημόσιο με αυτούς. Ενόψει της έντασης που προσλαμβάνει η ρύθμιση, της μορφής με την οποία εκδηλώνεται αλλά και της αναδρομικής ισχύος της αντιβαίνει προς την οικονομική ελευθερία και την ελευθερία των συμβάσεων (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.).

ΙΙ. Η ασυμβατότητα των ρυθμίσεων με την αρχή του κράτους δικαίου

Το άρθρο 25 παρ. 1 Συντ., προβλέποντας μετά την αναθεώρηση του 2001 ρητά την αρχή του “κοινωνικού κράτους δικαίου” ως θεμελιώδη αρχή της έννομης τάξης, εδραιώνει κατά τρόπο στέρεο την, ήδη συναγόμενη από πολλές επί μέρους συνταγματικές διατάξεις, αρχή του κράτους δικαίου, η οποία διατρέχει οριζόντια όλη την έννομη τάξη (βλ. ήδη πριν από την αναθεώρηση του Συντάγματος Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Β΄, 2η εκδ., 1993, σ. 147 επ., Ευ. Βενιζέλου, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Ι, 1991, σ. 311 επ.). Από την εν λόγω αρχή συνάγεται σειρά επί μέρους αρχών και κανόνων που αποτελούν εκδήλωσή της και αποβλέπουν στην αποτελεσματικότερη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Έκφανση του κράτους δικαίου είναι πρωτίστως η αρχή της ασφάλειας δικαίου, υπό την έννοια αφενός της σταθερότητας και της προβλεψιμότητας των νομικών και πραγματικών καταστάσεων που έχουν νομίμως διαμορφωθεί και αφετέρου του αποκλεισμού των αιφνίδιων και απροσδόκητων μεταβολών τους (πρβλ. Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Α΄, σ. 388, Επ. Σπηλιωτόπουλου, Η ασφάλεια δικαίου και η προστασία των περιουσιακών δημοσίων δικαιωμάτων στο ελληνικό δίκαιο, ΔτΑΤεΣ, Ι/2003, σ. 23-24, ΣτΕ 1508/2002). Η αρχή αυτή επιβάλλει προπάντων την εκ των προτέρων γνώση και ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων δικαίου και τη δυνατότητα προσδιορισμού των μεταβολών που πρόκειται να επέλθουν στις έννομες σχέσεις των προσώπων.

Εκδήλωση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής του κράτους δικαίου είναι επίσης και η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, η οποία παρέχει προστασία στους πολίτες και εγγυάται ότι τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα που θεμελιώνονται στη νόμιμη δράση τους θα διατηρηθούν στο μέλλον και δεν θα μεταβληθούν από το νομοθέτη δυσμενώς, αιφνιδίως και βέβαια χωρίς τη συνδρομή αποχρώντος λόγου δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. Α. Μανιτάκη, Ανάκληση διοικητικής άδειας και αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, Αρμ. 38 (1984), σ. 185 επ., Ευ. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, Αρμ. 49 (1995), σ. 1382 επ. και από τη νομολογία ΣτΕ 602/2003 και ΣτΕ 247/1980). Συναφής με αυτήν την αρχή είναι και ο κανόνας venire contra factum proprium, ο οποίος προσδίδει πιο απτό περιεχόμενο στην παραβίασή της.

Οι σχετικές ρυθμίσεις, ενόψει του περιεχομένου και της επιδιωκόμενης λειτουργίας τους, αντίκεινται στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης που απορρέουν από την αρχή του κράτους δικαίου, αφού ανατρέπουν δραστικά διαμορφωμένες ήδη έννομες σχέσεις. Πολύ δε περισσότερο, αφού οι ανωτέρω πραγματικές και νομικές καταστάσεις, στις οποίες εύλογα στήριξαν τις επιλογές τους οι παραγωγοί ενέργειας από Φ/Β, διαμορφώθηκαν με νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις. Η προσβολή των ανωτέρω αρχών καθίσταται εντονότερη, αφού αφορά γεγενημένες οφειλές φορέων του ίδιου του Δημοσίου, τις οποίες – ενώ είχε αναλάβει με δική του επιλογή στο πλαίσιο της εθνικής αναπτυξιακής και ενεργειακής πολιτικής και προς συμμόρφωση με διεθνείς υποχρεώσεις της Χώρας – ρυθμίζει εκ των υστέρων μονομερώς και εξουσιαστικά με όρους καταφανώς ευνοϊκότερους για αυτό και επαχθέστερους για τους παραγωγούς ενέργειας από Φ/Β.

Με αυτά τα δεδομένα, οι επίμαχες νομοθετικές προβλέψεις αντίκεινται και προς την αρχή της αναλογικότητας, η οποία μετά την αναθεώρηση του 2001 κατοχυρώνεται ρητά στο Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ. 1 πρότ. 4 Συντ.). Το περιεχόμενό της προσδιορίζεται στη νομολογία των δικαστηρίων ως εξής: “Ενόψει της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, οι επιβαλλόμενοι από τον νόμο περιορισμοί πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκομένου από αυτόν σκοπού δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση με αυτόν. Μια νομοθετική ρύθμιση προσκρούει στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, όταν είναι κατά κοινή αντίληψη προφανές ότι ο επιβαλλόμενος με αυτήν περιορισμός είναι απρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νόμο σκοπού ή δεν είναι αναγκαίος, ως εκ του ότι υπερακοντίζει τον σκοπό τούτον, ή ευρίσκεται σε σχέση δυσαναλογίας μέσου και σκοπού” (Σ.τ.Ε. 2110/2003 και 1006/2002).

Αποδέκτης της επιταγής για σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας είναι ο κοινός νομοθέτης που θεσπίζει περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων με νόμο, σύμφωνα με την υπέρ αυτού συνταγματική επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή με το δικαστή, ο οποίος απλώς οφείλει να ελέγχει αν η αρχή αυτή έχει τηρηθεί και, σε αποφατική περίπτωση, να αρνείται την εφαρμογή του νόμου ως αντισυνταγματικού (πλειοψ. Ολ.ΑΠ 6/2009).

Συγκεκριμένα, η εν λόγω αρχή, η οποία κατατείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, παραβιάζεται όταν η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι,

α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν,

β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και

γ) αναλογική εν στενή έννοια, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (Βλ. Ολ.ΑΠ 271/2008, ΑΠ 5/2013).

Στην εξεταζόμενη περίπτωση, οι περιορισμοί της οικονομικής ελευθερίας εμφανίζονται προφανώς δυσανάλογοι και μη αναγκαίοι, ενόψει ιδίως αφενός της μη συνδρομής αποχρώντος λόγου δημοσίου συμφέροντος και αφετέρου των αυστηρών, για τους παραγωγούς, ορίων που τίθενται στις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους προς το ίδιο το Δημόσιο, τις βαρύτατες διοικητικές και ποινικές συνέπειες σε περίπτωση οποιασδήποτε καθυστέρησης, καθώς και των επαχθών για αυτούς όρων αποπληρωμής των χορηγηθέντων δανείων προς τις δανείστριες τράπεζες (οι οποίοι ουδόλως θίγονται από τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου). Καθοριστική σημασία έχει επίσης το γεγονός, ότι η επέμβαση στις συμβατικές υποχρεώσεις πραγματοποιείται μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ανάληψή τους.

ΙΙΙ. Η ασυμβατότητα των ρυθμίσεων με το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ

Με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην έννοια της “περιουσίας” περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι ενοχικές αξιώσεις από συμβατική ή εξωσυμβατική ευθύνη (απόφαση ΣΤΡΑΝ και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδος της 9ης Δεκεμβρίου 1994, Serie A, Vol. 301, σκ. 65 επ.).

Επίσης κατά τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων στο κανονιστικό πεδίο του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ “περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσεως” και τα κεκτημένα “οικονομικά συμφέροντα”, και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά” (Α.Π. 40/1998 (Ολομ.) και 1465/2001).

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ελληνικά δικαστήρια κρίνουν παγίως ότι “η στέρηση των ενοχικών δικαιωμάτων χωρεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και προϋποθέτει την καταβολή προηγούμενης αποζημίωσης. Η διάταξη αυτή του Πρωτοκόλλου έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 Συντ., άμεση και υπερνομοθετική ισχύ στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης και δεσμεύει το νομοθέτη. Ο νομοθέτης δεν μπορεί λοιπόν να προβεί σε κατάργηση προστατευόμενου περιουσιακού δικαιώματος με διάταξη (τυπικού) νόμου. Τέτοιες διατάξεις νόμων με αναδρομική δύναμη που προβαίνουν σε στέρηση περιουσίας, χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος και χωρίς προηγούμενη καταβολή αποζημίωσης, είναι αντισυνταγματικές” (Α.Π. 1465/2001).

Ενόψει όλων των εκτιθέμενων ανωτέρω, οι διατάξεις του σχεδίου νόμου του Υπουργείου με τίτλο «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 40 Ν. 2773/1999 ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ», ιδία δε αυτές των άρθρων 1 και 3 αυτού, φαίνεται ότι αντίκεινται αφενός προς την οικονομική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.) και το οικονομικό Σύνταγμα (άρθρα 5 παρ. 1, 17, 25, 106) και αφετέρου προς την αρχή του κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 πρότ. 1 Συντ.) και ειδικότερα προς τις απότοκες από αυτήν αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 πρότ. 4 Συντ.). Επίσης φαίνεται αντίκεινται στο δικαίωμα στην περιουσία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Παρακαλώ να ληφθούν υπόψη οι ανωτέρω παρατηρήσεις κατά τη τελική διατύπωση του σχεδίου βάσει της αρχής του κράτους δικαίου που είναι η κατοχύρωση της ασφαλείας και της σταθερότητας των εννόμων σχέσεων».

ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

  1. Αν και χαιρομαι για την υποστηριξη του Κου Κεφαλογιαννη, και οντως ειναι πληρεστατη σε νομικο επιπεδο….

    ΟΜΩΣ, ΒΛΕΠΩ οτι ο ΣΠΕΦ εχει βαλει το χερακι του για να βγαλει την ουρα του απεξω…

    Διαβαζω:
    “….χρονικής περιόδου 2009 – 2011 είναι επί το πλείστον μικρής ισχύος, ενώ είχαν εξαιρετικά αυξημένο κόστος κατασκευής και συντήρησης. Συνεπώς, οι όποιες μειώσεις στις τιμές των σταθμών αυτών αναμένονταν πολύ πιο περιορισμένες από τις αντίστοιχες μειώσεις τιμών των σταθμών που συνδέθηκαν εντός της χρονικής περιόδου 2012 – 2013.”
    Μα αυτο εχει γινει στην προταση του ΥΠΕΚΑ, και μαλιστα σε υπερβολικο βαθμο!!!

    Πιεζει και για ακομα περισσοτερο ελαφρυνση ο ΣΠΕΦ και να μεταφερει τα βαρη στους νεοτερους;;;

    Ελεος! (και αναρωτιωμουν πως ηταν τοσο τεκμηριωμενη η παρεμβαση….).

    Ο ΣΠΕΦ καραδοκει! Τωρα που δεν περναει το deal που ειχαν συμφωνησει με το ΥΠΕΚΑ, θα προσπαθησουν και παλι να ΜΕΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΑΠΥΡΟΒΛΗΤΟ!!!!

    Οι 26 βουλευτες ηταν περισσοτερο ενωτικοι!

ΑΦΗΣΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ

To email σας δεν θα δημοσιευθεί.Υποχρεωτικά πεδία * *

*

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.