“Έκπληξη και απογοήτευση προκαλεί η “Πρωτοβουλία” του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, και Προεδρεύοντος του Συμβουλίου Υπουργών Περιβάλλοντος της ΕΕ, κ Μανιάτη, σχετικά με το ενεργειακό κόστος των ελληνικών επιχειρήσεων. Χωρίς να παρουσιάζει δημόσια μελέτη την οποία επικαλείται και χωρίς να έχει ζητήσει τις απόψεις επιστημονικών, περιβαλλοντικών και άλλων φορέων, αλλά ευθυγραμμιζόμενος με ένα μέρος της βιομηχανίας που δεν θέλει αλλαγές και βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητάς της, ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να εφαρμόσει αυτά που συνυπογράφει στα Συμβούλια Υπουργών όπου συμμετέχει! Αντί να προωθεί την ενεργειακή αποτελεσματικότητα και την καινοτομία προς όφελος της οικονομίας, του περιβάλλοντος, του κλίματος και της αποδοτικότητας της ίδιας της βιομηχανίας, γίνεται υποστηρικτής λανθασμένων εκτιμήσεων και παραπλανητικών πολιτικών το κόστος των οποίων θα πληρώσουμε όλοι μας “,δηλώνει ο Νίκος Χρυσόγελος, ευρωβουλευτής των Πράσινων.
Ο κ. Χρυσόγελος, προσθέτει:
«Οι ανακοινώσεις του Υπουργού σε μια στιγμή που προεδρεύει και του Συμβουλίου προκαλούν έκπληξη, γιατί μόλις πριν λίγες μέρες είχε υπογράψει και συμφωνήσει με τη δρομολόγηση εφαρμογής της πρόσφατης απόφασης της ΕΕ σχετικά με το “backloading” δικαιωμάτων εκπομπής CO2, (το υπερψήφισε στο Συμβούλιο Υπουργών της 16ης Δεκεμβρίου 2013). Τώρα με τις ανακοινώσεις και την “πρωτοβουλία” του φαίνεται να το απορρίπτει! Έτσι θα προωθήσει αποτελεσματική πολιτική δέσμευση για το κλίμα και το περιβάλλον στη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας;
Προκαλεί απογοήτευση, τόσο για τα κριτήρια και τις προτεραιότητές του σχετικά με την ενεργειακή και κλιματική πολιτική της ΕΕ αλλά κυρίως για την ποιότητα των αναλύσεων που ο ίδιος υιοθετεί για τις πολιτικές πρωτοβουλίες του. Στην ανακοίνωσή του ο κ. Μανιάτης αναφέρεται σε μια «ολοκληρωμένη μελέτη σχετικά με τις επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Οικονομίας από την προτεινόμενη αλλαγή» του “backloading” δικαιωμάτων εκπομπής CO2, η οποία συμπεραίνει πως το μέτρο θα οδηγήσει στην απώλεια 32.700 θέσεων εργασίας και πιθανά 1200-7600 επιπλέον.
Η μελέτη στην οποία γίνεται αναφορά δεν έχει δοθεί στην δημοσιότητα προκειμένου να κριθεί τουλάχιστον η επιστημονική της πληρότητα και τεκμηρίωση. Για την διευκρίνιση του συγκεκριμένου θέματος έχω αποστείλει ήδη επιστολή στον κ. Μανιάτη, ζητώντας την συγκεκριμένη μελέτη αλλά κατέθεσα και ερώτηση (27/1/2014) προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητώντας την επίσημη θέση της για το θέμα αυτό, αξιολόγηση της «πρωτοβουλίας» του Υπουργού ΠΕΚΑ, καθώς και την σχέση ενεργειακής αποδοτικότητας και αύξησης του ενεργειακού κόστους ανά μονάδα προϊόντος αλλά και την πορεία των ευρωπαϊκών προγραμμάτων για την ενεργειακή αποδοτικότητα της ελληνικής βιομηχανίας και οικονομίας εν γένει.
Προτείνω στον κ. Μανιάτη να δώσει όχι μόνο σε μένα αλλά και στη δημοσιότητα τη μελέτη αυτή καθώς και να διαβάσει τηνΑνάλυση Επιπτώσεων της Κομισιόν γύρω από το πλαίσιο πολιτικών για την ενέργεια και το κλίμα που δημοσιεύτηκε στις 22 Ιανουαρίου και ειδικότερα την ενότητα 5.1.5 που αφορά στις κοινωνικές επιπτώσεις των προτεινόμενων πολιτικών. Η Ανάλυση αυτή καταλήγει πως σε σχέση με το σενάριο αναφοράς, το σενάριο υιοθέτησης στόχων για μείωση εκπομπών 40%, για μερίδιο ΑΠΕ 30% και για εξοικονόμηση ενέργειας, η συνολική απασχόληση στην ΕΕ με ορίζοντα το 2030 αυξάνεται κατά 1,25 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Θα άξιζε, επίσης, να θυμηθεί και τον Ενεργειακό Οδικό Χάρτη που δημοσίευσε η Κομισιόν πριν 2 χρόνια και ο οποίος συμπεραίνει πως στα σενάρια για μηδενισμό των εκπομπών όλου του ενεργειακού συστήματος το 2050, το συνολικό κόστος για την Ευρωπαϊκή Οικονομία δεν είναι μεγαλύτερο από ότι στο Σενάριο Αναφοράς.
Το πρόβλημα του ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών δε λύνεται με τη χαλάρωση των ήδη ανεπαρκών πολιτικών για το κλίμα. Χώρες σαν την Ελλάδα έχουν δυσκολία να ακολουθήσουν ένα συμφωνημένο μεταξύ βιομηχανίας, διοίκησης και κοινωνικών εταίρων σχέδιο μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας (που βασίζεται σε ορυκτά καύσιμα) και έτσι μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Γι’ αυτό αντιστέκονται στην αλλαγή. Η λύση όμως δεν είναι να ξεχάσουμε την κλιματική αλλαγή. Η πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας μιλάει για αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά +4 βαθμούς Κελσίου μέσα στον αιώνα. Το οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος της κλιματικής αλλαγής θα είναι τεράστιο και στη χώρα μας, όπως έχει δείξει και η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, θα ξεπεράσει τα 700 δις Ευρώ τον 21οαιώνα.
Η βιομηχανία πρέπει να στραφεί πιο αποφασιστικά στην εξοικονόμηση ενέργειας και στη χρήση ΑΠΕ, γενικότερα στην καινοτομία, κάτι που θα συμβάλει και στην οικονομική βιωσιμότητα, ιδιαίτερα των μεγάλων ενεργοβόρων μονάδων. Ήδη ένα σημαντικό μέρος των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στρέφεται προς αυτή την κατεύθυνση, αντί να επιδιώκει την άσκηση πίεσης για τη μη θεσμοθέτηση του “backloading”.
Η πραγματική λύση βρίσκεται στην προώθηση των στόχων για το κλίμα και την ενέργεια για το 2030, έστω των στόχων που ψήφισαν πρόσφατα οι δυο Επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου: δραστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου 40%, προώθηση των ΑΠΕ τουλάχιστον στο 30% κι εξοικονόμηση ενέργειας στο 40%. Στην ΕΕ και στα κράτη-μέλη χρειάζονται κίνητρα για επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες, οι οποίες αποτελούν μονόδρομο στη μάχη ενάντια στην κλιματική αλλαγή και τις δραματικές περιβαλλοντικές και οικονομικές της επιπτώσεις»
Είναι σημαντικό ο Μακροχρόνιος Ενεργειακός Σχεδιασμός που για άλλη μια φορά ετοιμάζει το ΥΠΕΚΑ, να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τη διάσταση του κόστους μέσα από ανοικτές και δημοκρατικές διαδικασίες διαβούλευσης με όλους τους φορείς και ενδιαφερόμενους. Κι αυτό γιατί φαίνεται πως τόσο οι υπό κατασκευή νέες μονάδες Φυσικού Αερίου της ΔΕΗ όσο και η σχεδιαζόμενη Πτολεμαϊδα-5, μάλλον μας κλειδώνουν σε ένα ακριβό (και βρώμικο) ενεργειακό μέλλον παρά το αντίθετο.»
Πηγή : Εnergypress