του Παναγιώτη Γ. Παπασταματίου – Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, Μέλους ΔΣ ΕΛΕΤΑΕΝ
Έχει ενταθεί και πάλι η συζήτηση για την δήθεν επιβάρυνση του ενεργειακού κόστους από τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Δυστυχώς σε αυτή τη συζήτηση επιστρατεύονται παραποιήσεις, αποσιωπήσεις και μισές αλήθειες. Άλλωστε η δυσκολία του θέματος το επιτρέπει. Και αυτή ακριβώς η δυσκολία καθιστά εφικτό να υποπίπτουν σε λάθη ακόμα και γνώστες -κατά τα λοιπά- του θέματος.
Σταχυολογώ ενδεικτικά δύο μόνο από τα πρόσφατα παραδείγματα:
1) Γράφηκε ότι «η έκρηξη του κόστους υποστήριξης της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) οδήγησε σε αύξηση του κόστους μόνο μέσα στο 2013 κατά 1 δισ. ευρώ».
Λάθος! Ακόμα και εάν υποθέσουμε ότι το ΕΤΜΕΑΡ απεικονίζει το κόστος στήριξης των Α.Π.Ε. (και παραβλέψουμε προς στιγμή την τεχνητή υπερτίμησή του λόγω του λάθους τρόπου υπολογισμού του), η αύξηση στο ΕΤΜΕΑΡ μεταξύ 2012 και 2013 είναι το ένα τέταρτο (1/4) αυτής που αναφέρεται και δημιουργεί λανθασμένο εντυπωσιασμό. Συγκεκριμένα, οι πληρωμές ΕΤΜΕΑΡ κατά το 2012 ήταν 336,9 εκατ. ευρώ ενώ κατά το 2013 (Δεκέμβριος 2012 – Νοέμβριος 2013) ήταν 587,6 εκατ. ήτοι αυξημένες κατά 250 εκατ. ευρώ και όχι 1 δις ευρώ. Και ακόμα: το σύνολο των καθαρών πληρωμών που πρέπει να εισπράξουν οι παραγωγοί Α.Π.Ε. (αιολικά, ΜΗΥ, ΦΒ και βιομάζα) για την ενέργεια που παρήγαγαν το 2013 (Δεκέμβριος 2012 – Νοέμβριος 2013) είναι 1,54 δις Ευρώ. Το 2012 το σύνολο των πληρωμών αυτών ήταν 1,07 δις των Ευρώ δηλαδή αύξηση 470 εκατ. ευρώ. Η μισή δηλαδή και ακόμα μικρότερη από το 1 δις ευρώ που αναφέρεται.
2) Γράφηκε ότι «ο απλός καταναλωτής θα πρέπει να πληρώνει για τα επόμενα 20χρόνια 38,61Ευρώ/MWh για τέλος ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ)».
H δήλωση αυτή είναι λανθασμένη και αποσιωπά βασικές αλήθειες:
(α) η ΡΑΕ υπολόγισε το ποσό αυτό προκειμένου να μηδενιστεί το συσσωρευμένο έλλειμμα του Ειδικού Λογαριασμού. Όμως το έλλειμμα αυτό –όπως προκύπτει έμμεσα από διαδοχικές ανακοινώσεις της ίδιας της ΔΕΗ- οφείλεται κατά το μέγιστο μέρος, στην επί πολλά έτη επιδότηση του κόστους των προμηθευτών από το ΕΤΜΕΑΡ. Ακόμα και εάν υπάρξει λοιπόν αυτή η αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ (που δεν θα υπάρξει), το ύψος του δεν οφείλεται στις Α.Π.Ε. και επιπλέον θα μειωθεί μετά τον μηδενισμό του συσσωρευμένου ελλείμματος. Άρα τα 20 χρόνια δεν ισχύουν.
(β) Με βάση τις πραγματικές εισπράξεις των παραγωγών Α.Π.Ε. σήμερα, εάν αποκατασταθεί πλήρως η στρέβλωση στον τρόπο χρηματοδότησης του Ειδικού Λογαριασμού Α.Π.Ε. ώστε οι προμηθευτές να καταβάλουν στον ΛΑΓΗΕ το κόστος που πραγματικά αποφεύγουν χάρη στις Α.Π.Ε., δεν χρειάζεται καμμία αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ. Άρα η αύξηση (που προαναγγέλθηκε χωρίς να εφαρμοσθεί) δεν οφείλεται στις Α.Π.Ε.
(γ) Ο υπολογισμός της ΡΑΕ για τον απλό καταναλωτή κατέληξε στο ποσό που αναφέρεται και για τον λόγο ότι, κατά το νόμο, ο απλός καταναλωτής οφείλει να επιδοτεί τη μεγάλη βιομηχανία. Η παρατήρησή μου δεν εμπεριέχει αξιολογική κρίση. Απλά διαπιστώνει το γεγονός ότι για τη βιομηχανία το αντίστοιχο νούμερο υπολογίστηκε σε 3,3Ευρώ/MWh, δηλαδή λιγότερο από το 1/10 αυτού των νοικοκυριών.
Τα ανωτέρω είναι δύο μόνο από τα εντυπωσιακά αλλά ανακριβή νούμερα που είδαν το φως της δημοσιότητας πρόσφατα. Για να μην κουράσω, η αριθμητική τεκμηρίωση όσων ανάφερα είναι στη διάθεση του κάθε ενδιαφερόμενου.
Οφείλω όμως να κάνω μερικές γενικότερες παρατηρήσεις με αφορμή και πάλι τη συζήτηση περί του ενεργειακού κόστους. Διευκρινίζω προκαταρκτικά ότι επειδή υπάρχει έλλειψη στην διαφάνεια και τη δημοσιοποίηση αναλυτικών αριθμητικών δεδομένων, μερικά από τα νούμερα που αναφέρονται ακολούθως πιθανά να έχουν μικρές αποκλίσεις από την πραγματικότητα, χωρίς όμως αυτό να αλλάζει την μεγάλη εικόνα:
1) Το ΕΤΜΕΑΡ αντιπροσωπεύει σήμερα κάτω από το 2,5% του ενεργειακού κόστους της μεγάλης βιομηχανίας. Αντίθετα οι διάφοροι φόροι φθάνουν το 8% και αυτό χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο φόρος στα πρωτογενή καύσιμα που χρησιμοποιούνται στην ηλεκτροπαραγωγή.
Συνολικά, σε όλες τις χρήσεις, το ΕΤΜΕΑΡ δεν ξεπερνά το 10% του συνολικού κόστους της λιανικής αγοράς ηλεκτρισμού. Οι φόροι (χωρίς το φόρο καυσίμων) ξεπερνούν το 9%, το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη ξεπερνά το 18% ενώ το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο ξεπερνά το 19%. Το κόστος δικτύων μαζί με το κόστος επιδότησης της ηλεκτροπαραγωγής στα νησιά ξεπερνούν αθροιστικά το 23%. Μήπως λοιπόν αυτοί που ειλικρινώς διαμαρτύρονται για το ενεργειακό κόστος αλλά αφιερώνουν σελίδες επί σελίδων στις Α.Π.Ε., έχουν κάνει λάθος στις προτεραιότητές τους;
2) Ενεργειακός σχεδιασμός εν κενώ δεν γίνεται. Υπάρχουν φωνές που ζητούν αλλαγή του ενεργειακού μίγματος. Αν κάναμε μια θεωρητική άσκηση και υποθέταμε ότι αρχίζαμε σήμερα να χτίζουμε εκ του μηδενός το σύστημα ηλεκτροπαραγωγής της χώρας με μοναδικό κριτήριο το ελάχιστο κόστος, μάλλον θα καταλήγαμε να εγκαταστήσουμε μόνο λιγνίτη και Α.Π.Ε. (αιολικά, ΜΗΥ και ΦΒ). Αν κάποιος πρόσθετε και ως κριτήριο το κόστος στο σύστημα υγείας, τους θανάτους και τα υπόλοιπα εξωτερικά (αλλά οδυνηρά αληθινά) κόστη του λιγνίτη, πιθανά να καταλήγαμε μόνο σε Α.Π.Ε. Και εάν κάποιος παρατηρούσε ότι δεν έχουμε ακόμα τις τεχνικές υποδομές για ένα σύστημα μόνο με Α.Π.Ε., θα αναγκαζόμασταν να επιλέξουμε Α.Π.Ε. και ευέλικτες μονάδες φυσικού αερίου. Και αφού θα ήμασταν ευτυχισμένοι με την θεωρητική μας άσκηση, θα ερχόταν ένας άλλος και θα μας προσγείωνε στην πραγματικότητα: Θα μας έλεγε δηλαδή ότι σήμερα έχουμε ήδη ένα σύστημα ηλεκτροπαραγωγής που διαθέτει μη ευέλικτες ακριβές μονάδες φυσικού αερίου και «παλιά» ακριβά φωτοβολταϊκά.
Τι εννοούν λοιπόν όσοι προτείνουν αλλαγή μίγματος; Να ξανακάνουμε την άσκηση εκ του μηδενός και να ξηλώσουμε τις μονάδες φυσικού αερίου και τα φωτοβολταϊκά; Να παύσουν οι μηχανισμοί στοιχειώδους προστασίας αυτών των επιχειρήσεων, ώστε να χρεοκοπήσουν; Ή να βάλουμε απλά και άλλες μονάδες δήθεν «φθηνού» λιγνίτη, οι οποίες θα παράγουν αποκλειστικά για τη μεγάλη βιομηχανία ακόμα και την ημέρα, ενώ το συνολικό κόστος του συστήματος θα είναι αυξημένο (λόγω των υφιστάμενων μονάδων φυσικού αερίου και φωτοβολταϊκών) αλλά αυτό θα το πληρώνει μόνο ο απλός καταναλωτής;
Ο ενεργειακός σχεδιασμός γίνεται για το μέλλον με βάση την πραγματικότητα του παρόντος και όχι με βάση τι έπρεπε να γίνει στο παρελθόν και ποια λάθη θα έπρεπε να είχαν αποφευχθεί. Για αυτό έχω την αίσθηση ότι με βάση τη σημερινή πραγματικότητα, το συνολικό κόστος του συστήματος θα μειωθεί εάν εξασφαλισθούν ώρες λειτουργίας στις υφιστάμενες μονάδες φυσικού αερίου και όχι αν αυτές στραγγαλιστούν μέσω της κατασκευής νέων μονάδων ορυκτών καυσίμων.
Το να ξιφουλκείς ενάντια στο γεγονός ότι οι μονάδες του φυσικού αερίου πληρώνονται για να κάθονται και ταυτόχρονα να ζητάς αλλαγή μίγματος με αύξηση των λιγνιτών (ώστε οι μονάδες του φυσικού αερίου να κάααα…θονται ακόμα περισσότερο) δεν μου φαίνεται συνεπές.
3) Δεν μπορώ να μην σχολιάσω την υπόθεση του “New Deal” (και ας τρίζουν τα κόκαλα του Ρούσβελτ). Αν υποθέσουμε ότι καταργείται η έκτακτη εισφορά από όλες τις τεχνολογίες Α.Π.Ε. τότε η λογιστική διαφορά που δημιουργείται κάθε νέο έτος στον Ειδικό Λογαριασμό και πρέπει να χρηματοδοτηθεί από το ΕΤΜΕΑΡ και από έσοδα από CO2 και λιγνιτικό τέλος, οφείλεται κατά 18% στην στρέβλωση του λανθασμένου τρόπου χρηματοδότησης και κατά το υπόλοιπο στα υφιστάμενα φωτοβολταϊκά. Τα αιολικά επιδοτούν κατά 3% αυτή τη διαφορά, τα ΜΗΥ δεν την επιβαρύνουν καθόλου ενώ η Βιομάζα την επιβαρύνει κατά 1%. Περαιτέρω τα αιολικά πάρκα δεν χαρακτηρίζονται από υπεραποζημίωση.
Το συμπέρασμα είναι ότι δεν μπορεί να στηριχθεί λογικά και αξιόπιστα η περικοπή στη αποζημίωση των αιολικών πάρκων στο πλαίσιο οποιουδήποτε New ή Forced Deal.
Ως κατακλείδα, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η πορεία προς τη μαζική διείσδυση των Α.Π.Ε. όχι απλά είναι συμβατή με την μείωση του κόστους ηλεκτροπαραγωγής αλλά την ευνοεί.
Η Ευρώπη επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες έχει ακολουθήσει μια συνεπή πολίτικη επένδυσης στην καινοτομία και την τεχνολογική πρωτοπορία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η οικονομική κρίση ανέδειξε τις επιπτώσεις από πολλά χρόνια δομικά και τεχνολογικά προβλήματα στην Ευρωπαϊκή οικονομία και έδωσε το άλλοθι να στοχοποιηθούν οι Α.Π.Ε. για αυτές. Έδωσε το άλλοθι να επανέλθουν στην επιφάνεια παλιά επιχειρήματα που έχουν ξινίσει όπως τα παλιά σταφύλια.
Υποχώρηση τώρα θα σημαίνει ότι η Ευρώπη θα εγκαταλείψει την επένδυσή της. Η επένδυση στο καθαρό μέλλον έχει αρχίσει να αποδίδει όχι μόνο με περιβαλλοντικούς όρους άλλα και με οικονομικούς. Όπως κάθε επένδυση, η απόδοση είναι μακροπρόθεσμη. Τα οφέλη είναι μπροστά μας. Θα είναι άλλο ένα λάθος της Ευρώπης να υποχωρήσει τώρα υπό το βάρος πιέσεων από συμφέροντα πέραν των λαών της. Η αιολική ενέργεια είναι ένα καλό παράδειγμα του πώς η επένδυση που προαναφέραμε έχει επιτύχει αποτελέσματα. Η αιολική ενέργεια (αλλά και άλλες τεχνολογίες Α.Π.Ε.) είναι μια φθηνή μορφή ενέργειας που μειώνει το ενεργειακό κόστος και συμβάλει στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και το εισόδημα των νοικοκυριών, συμβάλλοντος σε έναν ζωντανό πλανήτη για τα παιδιά μας.