Απορρίφθηκε από το ΣΤΕ η Προσφυγή Εταιρείας Φωτοβολταικών για την Έκτακτη Εισφορά ( Πιλοτική Δίκη ) .
Δυστυχώς , για όλους εμάς τους Παραγωγούς Ηλεκτρικής Ενέργειας από Φωτοβολταικά απορρίφθηκε από Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας Η Προσφυγή που είχε ασκήσει Παραγωγός Ηλεκτρικής Ενέργειας και στην οποία είχαν ασκήσει παρέμβαση πολλοί άλλοι Συνάδερφοι .
Η Απόφαση του ΣΤΕ , την οποία επισυνάπτουμε στο τέλος του Παρόντος άρθρου , αναφέρει ότι << … η Έκτακτη Εισφορά συνιστά φόρο και δε δύναται να θεωρηθεί ως μονομερή Μεταβολή των Όρων της
Σύμβασης >> .
Εμείς , βέβαια αδυνατούμε να εντοπίσουμε το φόρο αφού αυτός δεν Επιβάλλεταιστα κέρδη όπως ορίζει η Νομοθεσία αλλά στον Κύκλο Εργασιών ( τζίρος ) και μάλιστα αγγίζει τα 42 % αυτού .
Εμείς , Αδυνατούμε να εντοπίσουμε την Αναλογικότητα που προτάσσει ο Συνταγματικός Νομοθέτης , αλλά εμείς πάλι δεν Δικάζουμε .
Εμείς , Απλά είμαστε μέρος του Κυρίαρχου Λαού στην Πατριωτικότητα του Οποίου Επαφίεται η τήρηση του Συντάγματος .
————————————————————————————–
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΝΟΜΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΟΛΛΥΡΗ .
Με στόχο την πληρέστερη ενημέρωση όλων των παράγωγων Φ/Β και μελών της ΠΟΣΠΗΕΦ, ενυπογράφως και όλως συνοπτικώς, λεκτέα τα ακόλουθα ιδίως προς αποκατάσταση της πλήρους εικόνας εν σχέσει προς δημοσιεύματα που αναρτώνται ιδίως στο διαδίκτυο για την απόφαση του ΣτΕ επί της έκτακτης εισφοράς.
Η αντιμετώπιση του new deal αποτελεί αναμφίβολα πρόκληση για κάθε νομικό και δη μάχιμο δικηγόρο ασχολείται συναφώς, λόγω της πρωτοτυπίας των θεμάτων και της de facto υπεροχής του Κράτος στο να νομοθετεί ουσιαστικά υπέρ του ιδιώτη αντισυμβαλλομένου (ΛΑΓΗΕ/ΔΕΔΔΗΕ), θέτοντας συνεχή εμπόδια (βλ. υποχρέωση για υποβολή υπεύθυνης δήλωσης) και εκμεταλλευόμενο τις υπαρκτές αγκυλώσεις του ελληνικού δικανικού συστήματος.
Η απόφαση του ΣτΕ για την «έκτακτη εισφορά» δεν δημιουργεί αντικειμενικά νομικό προηγούμενο αναφορικά με την αρμοδιότητα – δικαιοδοσία όσον αφορά στο new deal, καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε την ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΙΣΦΟΡΑ και μόνο ως φόρο και τους ΛΑΓΗΕ/ΔΕΔΗΕ για την συγκεκριμένη επιβολή και μόνο ως διφυές νομικό πρόσωπο και όχι εν γένει. Συνεπώς δεν είναι ακριβές ότι «τα διοικητικά δικαστήρια αναδεικνύονται σε κεντρικό πυλώνα για την αντιμετώπιση νομικών ζητημάτων που προκύπτουν από το New Deal» (βλ. άρθρο στο energypress)
Αντίθετα για τα θέματα της ΤΙΜΟΛΟΓΗΣΗΣ (που έθιξε το new deal) αρμόδια ήταν και παραμένουν κατεξοχήν τα πολιτικά δικαστήρια. Σημειωτέον ότι η προσπάθεια εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (αναστολή 50% -για μικρό χρονικό διάστημα ημερών- κατά του ΛΑΓΗΕ/ΔΕΔΔΗΕ λόγω υποβολής ενδικοφανούς προσφυγής σε αυτούς ως «φορολογικές αρχές») δεν θεωρούμε ότι έχει πρακτικά πιθανότητα επιτυχίας.
Για να λέμε τα πράγματα απλά και καθαρά και να μην ξεχνάμε την ουσία η υπόθεση στο ΣτΕ μέσω ΠΙΛΟΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ δυστυχώς χάθηκε.
Συνεπώς πέραν από θεμιτές νομικές απόπειρες αντιμετώπισης του new deal κρίσιμο είναι καθ’ ημάς ότι σε τέτοιου είδους υποθέσεις, η επιλογή αν μη τι άλλο της ρεαλιστικότερης (με βάση τις συνθήκες όπως διαμορφώνονται) ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ δεν πρέπει να λησμονούνται. Γιατί στόχος κάθε δικηγόρου που ασχολείται με το new deal δεν μπορεί παρά να είναι κυρίως πως θα μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες να κερδίσει τη δίκη και όχι απλώς η επιτυχής διεκπεραίωση – εισαγωγή της υπόθεσης στο αρμόδιο Δικαστήριο.
Για το λόγο αυτό εξαρχής έχουμε προτείνει ως ενδεδειγμένη στρατηγική: προσφυγή αρχικά στα πολιτικά δικαστήρια, επικουρικώς και σε δεύτερο χρόνο στα διοικητικά δικαστήρια (αναλόγως της εξέλιξης) και σε κάθε περίπτωση όχι μέσω «πιλοτικών δικών».
Ηλίας Δ. Κολλύρης
Δικηγόρος – Διδάκτωρ Νομικής
——————————————————————————————————
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΤΕ .
Αριθμός 2406/2014
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Οκτωβρίου 2013 με την εξής σύνθεση: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Ηρ. Τσακόπουλος, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι.
Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 4 Μαρτίου 2013 προσφυγή :
της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΒΟΛΤΑΛΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡEΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε” και το διακριτικό τίτλο «VOLTALIA GREECE A.E.», που εδρεύει στο Νέο Ψυχικό Αττικής (Λεωφ. Κηφισίας αρ. 180-182 και Σικελιανού αρ. 1), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Αντώνιο Μεταξά και β) Κυριάκο Παπανικολάου, που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,κατά των : 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε.” (ΛΑΓΗΕ Α.Ε.), που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής (οδός Κάστορος αρ. 72), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Θεόδωρο Φορτσάκη, β) Μιχαήλ Μαρίνο, γ) Γιαννούλα Κουρεμάδα και δ) Αγγελική Χωματά, που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, 2) Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 3) Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ο οποίος παρέστη με τον Δημήτριο Κανελλή, Πάρεδρο του ΝομικούΣυμβουλίου του Κράτους, και κατά του από μηνός Ιανουαρίου 2013 ενημερωτικού (εκκαθαριστικού) σημειώματος που εκδόθηκε από την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας Α.Ε.» σχετικά με την εκκαθάριση του τιμήματος πώλησης ηλεκτρικής ενέργειαςπαραγωγής της, κατά το μέρος με το οποίο της επιβλήθηκε με παρακράτηση «έκτακτη ειδική εισφορά αλληλεγγύης» ποσού 1.150,77 ευρώ κατά το άρθρο 1 παρ. Ι.2 του ν. 4093/2012.
Στη δίκη παρεμβαίνουν οι: 1) Αικατερίνη Πελτέκη του Χρήστου, κάτοικος Σερρών (οδός Λαχανά αρ. 16), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2) Εταιρεία με την επωνυμία «ΣΑΒΒΑΣ ΖΑΦΕΙΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ Α.Ε.», που εδρεύει στην Παλλήνη Αττικής (οδός Σόλωνος αρ. 19Β), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Προκόπιο Παυλόπουλο, που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, 3)Εταιρεία με την επωνυμία «EUROPROJECT ΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Α.Ε.», που εδρεύει στη Βούλα Αττικής (οδός Μαραθώνος αρ. 78), η οποία δεν παρέστη και 4) Εταιρεία με την επωνυμία «Photon Dynamics – Ενεργειακή Α.Ε.», που εδρεύει στην Παλλήνη Αττικής (οδός Σόλωνος αρ. 19Β), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Ιωάννη Παραρά, που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο. Η πιο πάνω προσφυγή εισάγεται στο Β΄ Τμήμα του Δικαστηρίου κατόπιν της από 2 Απριλίου 2013 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους της προσφεύγουσας εταιρείας, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους προσφυγής και ζήτησαν να γίνει δεκτή η προσφυγή, τους πληρεξούσιους των παρεμβαινουσών που παρέστησαν, οι οποίοι ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις, τους πληρεξούσιους της καθ’ ης εταιρείας και τους αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή τους.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του
δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, η υπό κρίση προσφυγή, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο
(1224254, 1224268, 2428948, 2753440/2013 ειδικά έντυπα παραβόλου Α σειράς),
εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, κατόπιν της από 2.4.2013 πράξης της οικείας Επιτροπής που δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «ΕΣΤΙΑ» στις 9.4.2013 και «ΤΑ ΝΕΑ» στις 10.4.2013, καθώς και της από 5.4.2013 πράξης του Προέδρου του Β’ Τμήματος περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης αυτού, λόγω σπουδαιότητας.
2. Επειδή, με την ως άνω πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010
έγινε, ειδικότερα, δεκτό αίτημα της προσφεύγουσας εταιρείας να εισαχθεί προς εκδίκαση στο Συμβούλιο της Επικρατείας η υπό κρίση προσφυγή της, που εκκρεμούσε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά του ενημερωτικού (εκκαθαριστικού) σημειώματος, μηνός Ιανουαρίου 2013, που εκδόθηκε από την ανώνυμη εταιρεία «Λειτουργός Αγοράς
Ηλεκτρικής Ενέργειας Α.Ε.» (στο εξής ΛΑΓΗΕ) σχετικά με την εκκαθάριση του τιμήματος πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας παραγωγής της, κατά το μέρος με το οποίο της επιβλήθηκε με παρακράτηση «έκτακτη ειδική εισφορά αλληλεγγύης» ποσού 1.150,77 ευρώ κατά το άρθρο 1 παρ. Ι.2 του ν. 4093/2012, προκειμένου να κριθούν τα γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα α) του κατά πόσο τα διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να κρίνουν σχετικές προσφυγές, και β) του κατά πόσο η τελευταία αυτή διάταξη είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Επειδή, ο ν. 3900/2010 «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης …» (Α΄ 213) όρισε στο άρθρο 1 παρ. 1 αυτού, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α’ 51), τα ακόλουθα: «Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων …, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. … Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. … Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής».
4. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εφόσον αίτημα διαδίκου να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή μέσο αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων για τον λόγο ότι τίθεται με αυτό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, γίνει δεκτό από την προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές τριμελή Επιτροπή, το Δικαστήριο αυτό εκδικάζει το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του π.δ/τος 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμου για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α΄ 8) και κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο οικείες διατάξεις (ΣΕ 601/2012 Ολομ., 690/2013 7μ. κ.ά).
5. Επειδή, στην παρούσα κατά τα ανωτέρω ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δίκη παρεμβαίνουν με αυτοτελή δικόγραφα η Αικατερίνη Πελτέκη, καθώς και οι εταιρείες «ΣΑΒΒΑΣ ΖΑΦΕΙΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ Α.Ε.», «EUROPROJECT ΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Α.Ε.» και «Photon Dynamics-Ενεργειακή Α.Ε.». Από αυτούς, παραδεκτώς, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, παρεμβαίνει μόνον η Αικατερίνη Πελτέκη, η οποία προβάλλει και αποδεικνύει ότι είναι διάδικος σε εκκρεμή δίκη ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά επί προσφυγής της (με αρ. κατ.ΠΡ907/2013) κατά ανάλογου ενημερωτικού (εκκαθαριστικ ού) σημειώματος της ΛΑΓΗΕ ΑΕ, Μαρτίου 2013, σχετικά με την εκκαθάριση του τιμήματος πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμό ιδιοκτησίας της, κατά το μέρος που με αυτό επιβλήθηκε και σε αυτήν ειδική εισφορά αλληλεγγύης του ν. 4093/2012. Από τους λοιπούς, η μεν «EUROPROJECT ΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Α.Ε.» δεν παρέστη με πληρεξούσιο δικηγόρο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ούτε νομιμοποίησε τον δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 4 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67), και, συνεπώς, η παρέμβασή της πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, οι δε εταιρείες «ΣΑΒΒΑΣ ΖΑΦΕΙΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ Α.Ε.» και «Photon Dynamics-Ενεργειακή Α.Ε.» προβάλλουν μεν ότι είναι διάδικοι σε εκκρεμείς δίκες ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών επί προσφυγών τους κατά πράξεων της ΛΑΓΗΕ, όπου τίθεται το αυτό, όπως εν προκειμένω, νομικό ζήτημα, πλην, όμως, αρκούνται σε απλή αναφορά αριθμών κατάθεσης προσφυγών (η δεύτερη και σε παράθεση κειμένου ως κειμένου της προσφυγής της), τις οποίες δεν προσκομίζουν ώστε να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω παρεμβάσεις πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, απομένει δε προς περαιτέρω εξέταση μόνη η παρέμβαση της Αικατερίνης Πελτέκη.
6. Επειδή, με την Οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 27/30.1.97) θεσπίσθηκαν κοινοί κανόνες για την παραγωγή, τη μεταφορά και τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να δημιουργηθεί σταδιακά μια εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε οι δραστηριότητες αυτές (παραγωγή, μεταφορά και διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας) να καταστούν πιο αποδοτικές με παράλληλη ενίσχυση της ασφάλειας του εφοδιασμού και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και με σεβασμό της προστασίας του περιβάλλοντος (αιτιολογική σκέψη 4). Η Οδηγία αυτή μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη με τον ν. 2773/1999 «Απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας – Ρύθμιση θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και λοιπές διατάξεις» (Α’ 286). Με το π.δ. 328/2000 (Α’ 268) συνεστήθη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 του ν. 2773/1999 (βλ. άρθρο 7 της οδηγίας 96/92), ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε.» (ΔΕΣΜΗΕ), με σκοπό την, κατόπιν άδειας διαχείρισης και εκμετάλλευσης του συστήματος χορηγούμενης από τον Υπουργό Ανάπτυξης ύστερα από γνώμη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.) και έναντι ανταλλάγματος προς την αποκλειστική κυρία αυτού, την ΔΕΗ (άρθρα 12 και 18), λειτουργία, εκμετάλλευση, διασφάλιση της συντήρησης και μέριμνα για την ανάπτυξη του Συστήματος [ήτοι των γραμμών υψηλής τάσης, των εγκατεστημένων στην ελληνική επικράτεια διασυνδέσεων, χερσαίων ή θαλάσσιων και όλων των εγκαταστάσεων, εξοπλισμού και εγκαταστάσεων ελέγχου που απαιτούνται για την ομαλή, ασφαλή και αδιάλειπτη διακίνηση ηλεκτρικής ενέργειας από έναν σταθμό παραγωγής σε έναν υποσταθμό, από έναν υποσταθμό σε έναν άλλο ή προς ή από οποιαδήποτε διασύνδεση, και των έργων διασύνδεσης μη διασυνδεδεμένων νησιών, βλ. άρθρο 2 ν.2773/1999, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 παρ. 4 του ν. 3175/2003, Α’ 207, ήδη δε άρθρο 2 παρ. 3 περ. ιε ν. 4001/2011, Α’ 179, για το Ελληνικό Σύστημα Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας – ΕΣΜΗΕ] σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς και των διασυνδέσεών του με άλλα δίκτυα για να διασφαλίζεται ο εφοδιασμός της χώρας με ηλεκτρική ενέργεια με τρόπο επαρκή, ασφαλή, οικονομικά αποδοτικό και αξιόπιστο (άρθρο 15). Στο άρθρο 16 προβλέφθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο θα κατείχε ποσοστό τουλάχιστον 51% του μετοχικού κεφαλαίου της εν λόγω εταιρείας, αρχικώς ανερχόμενου σε 100.000.000 δραχμές, η δε ΔΕΗ (εφόσον το επιθυμούσε) ποσοστό έως 49%. Περαιτέρω προβλέφθηκε και δυνατότητα κάλυψης του, πέραν του καλυπτόμενου από το Δημόσιο τουλάχιστον 51% του εκάστοτε μετοχικού κεφαλαίου, ποσοστού (έως 49%) από κατόχους άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας συνδεδεμένους στο Σύστημα, μεταξύ των οποίων και η Δ.Ε.Η., αναλόγως της παραγωγικής τους δυναμικότητας και, συνεκδοχικά, σταδιακός περιορισμός του προαναφερόμενου ποσοστού 49% αυτής επί του αρχικού κεφαλαίου, η οποία, ωστόσο, καταργήθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 31 του ν. 3426/2005 (βλ. αμέσως παρακάτω). Στη συνέχεια, με την Οδηγία 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ» (L 176) επιχειρήθηκε η δεύτερη φάση ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Για τη μεταφορά της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη εκδόθηκε ο ν. 3426/2005 «Επιτάχυνση της διαδικασίας για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας» (Α’ 309), με τον οποίο επήλθαν ευρείες τροποποιήσεις στο ν. 2773/2009. Με το άρθρο 12 του ν. 3426/2005 προβλέφθηκε η έως την 1/7/2007 ανάληψη από τη ΔΕΣΜΗΕ, υπό την επωνυμία «Διαχειριστής Ελληνικού Συστήματος και Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας Α.Ε.» (ΔΕΣΔΗΕ Α.Ε.), των αρμοδιοτήτων και του διαχειριστή του Δικτύου [ήτοι του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ ΑΕ που είναι εγκατεστημένο στην ελληνική επικράτεια, αποτελείται από γραμμές μέσης και χαμηλής τάσης και εγκαταστάσεις διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και από γραμμές και εγκαταστάσεις υψηλής τάσης που έχουν ενταχθεί στο δίκτυο αυτό, [βλ. άρθρο 2 ν. 2773/1999, όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 1 ν. 3426/2005 και ήδη άρθρο 2 παρ. 3 περ. ιδ του ν. 4001/2011 για το Ελληνικό Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας-ΕΔΔΗΕ], ασκούμενων μέχρι τότε από τη ΔΕΗ (βλ. άρθρα 21, 22 ν. 2773/1999), η οποία εξακολούθησε να ασκεί τη διαχείριση του δικτύου μη διασυνδεδεμένων νησιών (βλ. άρθρο 14 ν. 3426/2005), δηλαδή των νησιών της ελληνικής επικράτειας, των οποίων το δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας δεν συνδέεται με το Σύστημα μεταφοράς και το Δίκτυο διανομής της ηπειρωτικής χώρας (άρθρο 2 ν. 2773/1999 και ήδη 2 παρ. 3 περ. κβ ν. 4001/2011).
7. Επειδή, ακολούθησε η εντασσόμενη στην τρίτη ενεργειακή δέσμη Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ» (L 211). Για τη μεταφορά της στην εθνική έννομη τάξη δημοσιεύθηκε ο ν. 4001/2011 «Για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις» (Α’ 179). Σύμφωνα με τα άρθρα 97 επ. αυτού, η διαχείριση του ΕΣΜΗΕ (προαναφερθέν άρθρο 2 παρ. 3 περ. ιε ν. 4001/2011) ανατίθεται σε εταιρεία με την επωνυμία «Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) Α.Ε.», στην οποία αφενός εισφέρεται, κατόπιν απόσχισης από τη ΔΕΗ, ο κλάδος της Γενικής Διεύθυνσης Μεταφοράς αυτής (άρθρο 98), αφετέρου μεταφέρεται από τη ΔΕΣΜΗΕ ο Κλάδος Μεταφοράς αυτής, ήτοι οι οργανωτικές μονάδες και δραστηριότητες που αφορούν τη διαχείριση, λειτουργία, ανάπτυξη και συντήρηση του Συστήματος Μεταφοράς, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων παγίων, καθώς και του προσωπικού που απασχολούνταν στις εν λόγω δραστηριότητες που συνιστούσαν τον εν λόγω Κλάδο (άρθρο 99). Στην παρ. 6 του ίδιου άρθρου 99 ορίζεται ότι «Εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου η ΔΕΗ ΑΕ μεταβιβάζει στο Ελληνικό Δημόσιο το σύνολο των μετοχών που κατέχει στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Διαχειριστής του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας ΑΕ» (ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ) που συστήθηκε με το π.δ. 328/2000 (Α’ 268) κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 14 του ν. 2773/1999 χωρίςαντάλλαγμα». Περαιτέρω, στο άρθρο 117 («Ανεξάρτητος Λειτουργός της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας») του ν. 4001/2011 ορίζεται ότι «1. Με την ολοκλήρωση της μεταφοράς των δραστηριοτήτων της ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ στην ΑΔΜΗΕ ΑΕ, η ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ μετονομάζεται σε “ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΑΕ” και με διακριτικό τίτλο “ΛΑΓΗΕ ΑΕ” (εφεξής Λειτουργός Αγοράς), η οποία θα λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και θα διέπεται από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και τις διατάξεις του παρόντος νόμου, προσαρμόζοντας αντ ίστοιχα το Καταστατικό της. 2.
Σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στα άρθρα 118 και 119, η ΛΑΓΗΕ ΑΕ ασκεί τις δραστηριότητες που ασκούνταν από τη ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ, πλην εκείνων που κατά το άρθρο 99 , μεταφέρονται στην ΑΔΜΗΕ ΑΕ. Τα πάγια στοιχεία, που κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, χρησιμοποιούνται στις παραμένουσες στη ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ δραστηριότητες, παραμένουν σε αυτήν. 3. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να περιορίζει το ποσοστό συμμετοχής του στον Λειτουργό της Αγοράς. Η διαδικασία διάθεσης και το ύψος του εκάστοτε διατιθέμενου ποσοστού ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.», στο δε άρθρο 118 («Σκοπός-Αρμοδιότητες του Λειτουργού της Αγοράς») ορίζεται ότι «1. Ο Λειτουργός της Αγοράς εφαρμόζει τους κανόνες για τη λειτουργία της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων πράξεωνκαι ιδίως τον Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό όπως αυτός καθορίζεται στην παράγραφο 2. 2. Στο πλαίσιο του παραπάνω σκοπού του, ο Λειτουργός της Αγοράς ασκεί, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες: (α) Διενεργεί τον Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό, ως εξής: (αα) Προγραμματίζει τις εγχύσεις ηλεκτρικής ενέργειας στο ΕΣΜΗΕ, καθώς και τις απορροφήσεις ηλεκτρικής ενέργειας σε αυτό, κατά τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας. (ββ) Υπολογίζει την Οριακή Τιμή Συστήματος. (γγ) Εκκαθαρίζει τις συναλλαγές στο πλαίσιο του Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού. (β) Συνεργάζεται με τον Διαχειριστή του ΕΣΜΗΕ σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις του Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας και του Κώδικα Διαχείρισης του ΕΣΜΗΕ. (γ) Τηρεί ειδικό Μητρώο Συμμετεχόντων στην Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας και εγγράφει τους Συμμετέχοντες, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας. (δ) Παρέχει έγκαιρα και με κάθε πρόσφορο τρόπο στους Συμμετέχοντες στην Αγορά αυτή Ηλεκτρικής Ενέργειας τις απαραίτητες πληροφορίες για τη συμμετοχή τους στην Αγορά. (ε) Αποφεύγει κάθε διάκριση μεταξύ των Συμμετεχόντων στην Αγορά Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας και εφαρμόζει κατά την παροχή των υπηρεσιών του διαφανή, αντικειμενικά και αμερόληπτα κριτήρια. (στ) Συμμετέχει σε κοινές επιχειρήσεις, ιδίως με διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς, καθώς και χρηματιστήρια ηλεκτρικής ενέργειας και άλλους ανάλογους φορείς, με στόχο τη δημιουργία περιφερειακών αγορών στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. (ζ) Εισπράττει από τους Συμμετέχοντες τέλη για τη διαχείριση και λειτουργία της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας και τηρεί τους αναγκαίους λογαριασμούς, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις του Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας. (η) Συμμετέχει σε ενώσεις, οργανώσεις ή εταιρείες, μέλη των οποίων είναι λειτουργοί αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και χρηματιστήρια ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες έχουν σκοπό την επεξεργασία και διαμόρφωση κανόνων κοινής δράσης που συντείνουν, στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας, στη δημιουργία ενιαίας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. (θ) Συνάπτει συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12 του ν. 3468/2006 που παράγονται από εγκαταστάσεις ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ, εφόσον οι εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας συνδέονται στο Σύστημα είτε απευθείας είτε μέσω του Δικτύου, και καταβάλλει τις πληρωμές που προβλέπονται στις συμβάσεις αυτές. Τα ποσά που καταβάλλονται στους αντισυμβαλλόμενους ανακτώνται κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 143. (ι) Διενεργεί τη διευθέτηση των χρηματικών συναλλαγών στο πλαίσιο του Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού σε συνεργασία με τους Διαχειριστές του ΕΣΜΗΕ και του ΕΔΔΗΕ. Για τη διενέργεια της διευθέτησης των χρηματικών συναλλαγών, ο Λειτουργός της Αγοράς δύναται: (αα) Να συστήνει ή να συμμετέχει σε εταιρείες με εξειδικευμένο σκοπό την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. (ββ) Να αναθέτει σε τρίτους, μετά από σύμφωνη γνώμη της ΡΑΕ, την ως άνω διευθέτηση, ιδίως αναφορικά με τη διαχείριση και εκκαθάριση χρηματικών συναλλαγών και τη διαχείριση πιστωτικού και συναλλακτικού κινδύνου, στο πλαίσιο της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. 3. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Λειτουργός της Αγοράς διευκολύνει κατά κύριο λόγο την ολοκλήρωση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και για το σκοπό αυτόν αναλαμβάνει κάθε αναγκαία ενέργεια, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται με τον παρόντα νόμο, προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή των προβλέψεων του Κανονισμού 714/2009, της Οδηγίας 72/2009 και όλων των σχετικών κατευθύνσεων και αποφάσεων που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
8. Επειδή, εξάλλου, τόσο στην προαναφερθείσα Οδηγία 96/92, όσο και στην επίσης προαναφερθείσα Οδηγία 2003/54 είχε προβλεφθεί «για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος» (αιτιολογική σκέψη 28 της οδηγίας 96/92) ευχέρεια των κρατών μελών να επιβάλλουν στους διαχειριστές των δικτύων μεταφοράς και διανομής, να δίνουν, κατά την κατανομή του φορτίου στις εγκαταστάσεις παραγωγής, προτεραιότητα σε εκείνες που χρησιμοποιούν, μεταξύ άλλων, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (άρθρα 8 παρ. 3 και 11 παρ. 3 της Οδηγίας 96/92, 11 παρ. 3 και 14 παρ. 4 της Οδηγίας 2003/54), μεταξύ των οποίων η ηλιακή [βλ. άρθρα 2 ν. 2773/1999, 2 της Οδηγίας 2001/77 (L 283), 2 περ. 30 της Οδηγίας 2003/54, 2 περ. 2 ν. 3468/2006 (Α’ 129), 2 περ. α της Οδηγίας 2009/28 (L 140), 2 περ.30 της οδηγίας 2009/72 και ήδη 2 παρ. 3 περ. β ν. 4001/2011]. Έτσι, ο ν. 2773/1999 είχε περιλάβει ρυθμίσεις, στο Κεφάλαιο Ι’, σχετικά με τη συμπαραγωγή και την παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ειδικότερα, είχε προβλέψει στο άρθρο 35 περί της υποχρέωσης του Διαχειριστή του Συστήματος να δίδει προτεραιότητα κατά την κατανομή του φορτίου σε διαθέσιμες εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, καθώς και μέσω συμπαραγωγής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σ’ αυτό το άρθρο, στο άρθρο 36 περί της υποχρέωσης της ΔΕΗ ως Διαχειριστή του Δικτύου και αποκλειστικού προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας στα μη διασυνδεδεμένα νησιά να απορροφά την ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ, στο άρθρο 37 περί της σύναψης δεκαετών συμβάσεων με δυνατότητα ανανέωσης μεταξύ των παραγωγών και του Διαχειριστή του Συστήματος ή του Διαχειριστή του Δικτύου, στο άρθρο 38 περί της τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας που απορροφάται στο Σύστημα και στο άρθρο 39 περί της τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας που απορροφάται στα μη διασυνδεδεμένα νησιά. Εξάλλου, ως πρώτο στάδιο για τη μελλοντική υιοθέτηση ενός πλήρους κανονιστικού πλαισίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, εκδόθηκε αρχικά η Οδηγία 2001/77/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας» (L 283) με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος, τη βιώσιμη ανάπτυξη, τη δημιουργία τοπικών θέσεων απασχόλησης, την ασφάλεια του εφοδιασμού καθώς και την ταχύτερη επίτευξη των στόχων του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Σύμφωνα με το εν λόγω Πρωτόκολλο του Κιότο, που κυρώθηκε με το ν. 3017/2002 (Α’ 117), η Ελλάδα είχε για την περίοδο 2008-2012 υποχρέωση συγκράτησης της αύξησης των εκπομπών αερίου που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου με την προώθηση, μεταξύ άλλων, της χρήσης ΑΠΕ για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Σύμφωνα με την πιο πάνω Οδηγία, η προώθηση των ανανεώσιμωνπηγών στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, που συμβάλλει στην ασφάλεια του εφοδιασμού και την προστασία του περιβάλλοντος και συνιστά κύριο μέσο συμμόρφωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τις απαιτήσεις του Πρωτοκόλλου του Κιότο και τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί σχετικώς στο πλαίσιο της κοινοτικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Προκειμένου, εξάλλου, να εξασφαλισθεί επαρκής διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην εσωτερική αγορά, η Οδηγία έθεσε ενδεικτικούς στόχους για κάθε κράτος – μέλος σχετικά με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές. Βάσει των στόχων αυτών, οι οποίοι πρέπει να συνάδουν με τις δεσμεύσεις που έχουν αν αλάβει τα κράτη – μέλη στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου του Κιότο, το 12% και το 22,1% της ακαθάριστης εθνικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2010 και το 2020, αντίστοιχα, πρέπει να καλύπτεται από ενέργεια, παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές (άρθρο 3). Ειδικώς, για την Ελλάδα, οι στόχοι αυτοί καθορίσθηκαν, αντίστοιχα, στο 20,1% και στο 29% της εγχώριας ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Δεν αποφασίσθηκε ωστόσο κοινοτικό πλαίσιο σχετικά με τα συστήματα στήριξης που τα κράτη μέλη εφαρμόζουν σε εθνικό επίπεδο, μεταξύ των οποίων τα πράσινα πιστοποιητικά, οι ενισχύσεις για επενδύσεις, οι φορολογικές απαλλαγές ή μειώσεις, οι επιστροφές φόρων, τα συστήματα άμεσης στήριξης των τιμών (αιτιολογικές σκέψεις 13 επ. και άρθρο 4 της οδηγίας). Η εν λόγω Οδηγία μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη με το ν. 3468/2006 (Α’ 129), με τον οποίο άλλωστε προσαρμόσθηκε το εθνικό μας δίκαιο στις δεσμεύσεις που προέκυπταν από το Πρωτόκολλο του Κιότο. Σύμφωνα με τη σχετική αιτιολογική έκθεση, με τον νόμο αυτό επιχειρήθηκε, ειδικότερα, η δημιουργία ενός σύγχρονου και ελκυστικού περιβάλλοντος για την ενίσχυση των επενδύσεων στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη διασφάλιση της αυξημένης διείσδυσης της παραγόμενης από αυτές ηλεκτρικής ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας με τη συστηματοποίηση και τον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων ρυθμίσεων, οι οποίες πέραν του ότι περιέχονταν σε διατάξεις διάφορων διάσπαρτων νομοθετημάτων (ν. 2244/1994, 2941/2001, 2773/1999 και 3175/2003), οι οποίες δεν κάλυπταν, μάλιστα, πλήρως το σύνολο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δεν ανταποκρίνονταν, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, στις ιδιαιτερότητες της ανάπτυξης της ηλεκτροπαραγωγής με χρήση ανανεώσιμων πηγών. Με τον νόμο αυτό τέθηκαν δεσμευτικοί εθνικοί στόχοι, οι οποίοι εναρμονίζονταν πλήρως προς τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 3 της Οδηγίας 2001/77/ΕΚ. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 27 παρ. 9 του ν. 3468/2006 ορίσθηκε ότι «Η συμμετοχή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από Α.Π.Ε. στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, καθορίζεται σε ποσοστό 20,1% μέχρι το 2010 και σε ποσοστό 29% μέχρι το 2020, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 της Οδηγίας».
Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος συμπεριέλαβε στα άρθρα 9 επ., μεταξύ άλλων, ρυθμίσεις σχετικά με την κατά προτεραιότητα ένταξη των σταθμών παραγωγής από ΑΠΕ στο Σύστημα ή το Δίκτυο (άρθρο 9) καθώς και στα μη διασυνδεδεμένα νησιά (άρθρο 10), τη σύναψη συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας (άρθρο 12), την τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ (άρθρο 13), καταργώντας τις προμνημονευθείσες διατάξεις των άρθρων 35 παρ. 1-3, 36, 37, 38 και 39 του ν. 2773/1999 (άρθρο 28 παρ. 1 περ. β, βλ. και άρθρο 27 παρ. 7). Ακολούθησε η Οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (L 140), με την οποία θεσπίσθηκε πλήρες κανονιστικό πλαίσιο για την προώθηση της
χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Με τις επιμέρους διατάξεις της Οδηγίας αυτής καθορίσθηκαν εθνικοί δεσμευτικοί στόχοι για το συνολικό μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές τόσο στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας όσο και ειδικότερα στις μεταφορές, εισήχθησαν κανόνες για τον υπολογισμό των μεριδίων αυτών, για τις εγγυήσεις προέλευσης, τις διοικητικές διαδικασίες αδειοδότησης των σχετικών έργων και για την πρόσβαση της παραγόμενης από ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρικής ενέργειας στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής (άρθρο 1). Με την Οδηγία αυτή τέθηκε ως στόχος της κοινής ενεργειακής πολιτικής η αύξηση του μεριδίου της παραγόμενης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο 20% της ακαθάριστης τελικής ενεργειακής κατανάλωσης μέχρι το τέλος του 2020, ορίσθηκαν δε αντίστοιχοι εθνικοί στόχοι για κάθε κράτος – μέλος (άρθρο 3 και παράρτημα Ι). Ειδικώς, για την Ελλάδα ο στόχος αυτός καθορίστηκε στο 18% της ακαθάριστης τελικής εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας. Με τις διατάξεις της ίδιας Οδηγίας προβλέφθηκε συναφώς ότι τα κράτη – μέλη πρέπει να υιοθετήσουν τα κατάλληλα μέτρα, ώστε το μερίδιο της ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές να ισούται ή να υπερβαίνει το μερίδιο που καθορίζεται ενδεικτικώς για κάθε διετία που προηγείται της επίτευξης του τελικού στόχου του 2020, ότι, για την επίτευξη των στόχων αυτών, οι οποίοι είναι δεσμευτικοί και εναρμονίζονται προς το στόχο της κοινής ενεργειακής πολιτικής, κάθε κράτος – μέλος πρέπει παραλλήλως να προωθήσει μέτρα για την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και μέτρα για την εξοικονόμηση ενέργειας, καθώς και ότι, για να επιτύχουν τους στόχους τους, τα κράτη – μέλη μπορούν, μεταξύ άλλων, να διατηρούν ή να εισαγάγουν καθεστώτα στήριξης και να προωθούν μέτρα ευρωπαϊκής ή διεθνούς συνεργασίας (άρθρο 3), επιβλήθηκε δε η υποχρέωση των κρατών – μελών να καταρτίζουν εθνικά σχέδια δράσης για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στα οποία καθορίζονται, κατά τομείς (ηλεκτρική ενέργεια, μεταφορές, ψύξη και θέρμανση), οι εθνικοί συνολικοί στόχοι και προσδιορίζονται τα μέτρα που κρίνονται κατάλληλα για την επίτευξή τους (άρθρο 4).
Στην Οδηγία περιέχονται και διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ έχει προτεραιότητα ή εξασφάλιση πρόσβασης στο δίκτυο ηλεκτροδότησης, μεριμνούν δε ώστε, κατά την κατανομή των εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής, οι φορείς εκμετάλλευσης συστημάτων μεταφοράς να δίνουν προτεραιότητα σε εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν ΑΠΕ (άρθρο 16) [στη διάταξη αυτή παραπέμπει η οδηγία 2009/72, με το άρθρο 15 παρ. 3 αυτής, ορίζοντας ότι τα κράτη μέλη επιβάλλουν στον διαχειριστή συστήματος να ενεργεί σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη κατά την κατανομή των φορτίων στις εγκαταστάσεις παραγωγής που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ενώ με το άρθρο 25 παρ. 4 αυτής επαναλαμβάνει τη ρύθμιση των προμνημονευθέντων άρθρων 11 παρ. 3 της οδηγίας 96/92 και 14 παρ. 4 της οδηγίας 2003/54 ως προς τον διαχειριστή του δικτύου διανομής, βλ. άρθρα 96 παρ. 2 περ. στ και 130 παρ. 2 περ. β ν. 4001/2011]. Με το ν. 3851/2010, με τον οποίο επήλθαν ευρείας έκτασης τροποποιήσεις επιμέρους διατάξεων του ν. 3468/2006, επιδιώχθηκε, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2009/28, η προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ως περιβαλλοντική και ενεργειακή προτεραιότητα ύψιστης σημασίας για τη χώρα. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η υψηλή κατά κεφαλήν ενεργειακή κατανάλωση, σε συνδυασμό με τη μειωμένη συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο εθνικό ενεργειακό ισοζύγιο και την αποτυχία για εξοικονόμηση ενέργειας και για αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων οδήγησαν σε αύξηση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, μεγαλύτερη από εκείνη για την οποία είχε διεθνώς δεσμευθεί η χώρα.
Για τους λόγους αυτούς και προς το σκοπό της εκπληρώσεως των σχετικών διεθνών δεσμεύσεων και των συναφών ευρωπαϊκών υποχρεώσεων της χώρας, κρίθηκε αναγκαία η μεταβολή του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Με το ν.3851/2010 οι εθνικοί στόχοι για τις ΑΠΕ καθορίσθηκαν μέχρι το 2020, η μεν συμμετοχή της ενέργειας από ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας σε 20%, η δε συμμετοχή της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας σε ποσοστό τουλάχιστον 40% ενώ παρασχέθηκε εξουσιοδότηση στον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής για το καθορισμό της επιδιωκόμενης αναλογίας εγκατεστημένης ισχύος και της κατανομής της στο χρόνο μεταξύ των διαφόρων τεχνολογιών ΑΠΕ (άρθρο 1, όπως είχε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 30 παρ. 8 του ν. 3889/2010, Α 182/14-10-2010). Εκδόθηκε η Α.Υ./Φ1/οικ. 19598/ 2010 απόφαση της Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Β 1630/11-10-2010), η οποία όρισε στο άρθρο 1 αυτής, την επιδιωκόμενη αναλογία εγκατεστημένης ισχύος ανά τεχνολογία ΑΠΕ και κατηγορία παραγωγού και την κατανομή της στον χρόνο με ορίζοντα τα έτη 2014 και 2020 (για τα φωτοβολταϊκά ορίσθηκαν αντιστοίχως τα 1.500 και τα 2.200 ΜW). Περαιτέρω, με τον ν. 3851/2010 τροποποιήθηκαν ο ι διατάξεις σχετικά με τις συμβάσεις πώλησης καθώς και με την τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ (άρθρο 5 παρ. 1 και 2). Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 3468/2006, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3851/2010, «1. Για την ένταξη σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α. στο Σύστημα ή στο Δίκτυο, περιλαμβανομένου και του Δικτύου των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10, ο Διαχειριστής του Συστήματος, εφόσον οι εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας συνδέονται στο Σύστημα είτε απευθείας είτε μέσω του Δικτύου ή οΔιαχειριστής Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών, εφόσον οι εγκαταστάσεις παραγωγής συνδέονται με το Δίκτυο των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών, υποχρεούνται να συνάπτουν σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας με τον κάτοχο της άδειας παραγωγής της. 2. Η Σύμβαση Πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από σταθμούς Α.Π.Ε. και Σ.Η.Θ.Υ.Α. ισχύει για είκοσι (20) έτη και μπορεί να παρατείνεται, σύμφωνα με τους όρους της άδειας αυτής, μετά από έγγραφη συμφωνία των μερών, εφόσον ισχύει η σχετική άδεια παραγωγής. … 3. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, μετά από εισήγηση του αρμόδιου Διαχειριστή και γνώμη της Ρ.Α.Ε., καθορίζονται ο τύπος, το περιεχόμενο και η διαδικασία κατάρτισης των συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια» (βλ. ήδη απόφαση της Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής A.Y./Φ1/οικ.17149/2010, Β’ 1497). Με το άρθρο 13, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 27A του ν. 3734/2009 (A’ 8, βλ. επόμενη σκέψη) και το άρθρο 5 του ν.3851/2010, προβλέφθηκε τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από παραγωγό ή αυτοπαραγωγό μέσω σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α. ή μέσω Υβριδικού Σταθμού και απορροφάται από το Σύστημα ή το Δίκτυο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 12, σε μηνιαία βάση, με βάση την τιμή, σε ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh), της ηλεκτρικής ενέργειας που απορροφάται από το Σύστημα ή το Δίκτυο, συμπεριλαμβανομένου και του Δικτύου Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών, σύμφωνα με πίνακα που, μεταξύ των τιμών για ενέργεια αιολική, υδραυλική, ηλιακή από μονάδες τεχνολογίας διάφορης των φωτοβολταϊκών, γεωθερμικής, βιομάζας, αερίων εκλυόμενων κ.λπ., λοιπών Α.Π.Ε., Σ.Η.Θ.Υ.Α. κυμαινόμενων από 73 έως 250 ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh) για το διασυνδεδεμένο σύστημα και από 84,6 έως 270 ευρώ/MWh για τα μη διασυνδεδεμένα νησιά, περιείχε και τιμές για ηλιακή ενέργεια από φωτοβολταϊκές μονάδες ανερχόμενες, σύμφωνα με επιμέρους διακρίσεις, σε 400 και 450 ευρώ/MWh για το διασυνδεδεμένο σύστημα και σε 450 και 500 ευρώ/MWh για τα μη διασυνδεδεμένα νησιά (βλ. άρθρο 13 παρ. 1 περ. δ,ε), με ετήσια αναπροσαρμογή. Με το άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 3851/2010 έλαβε χώρα τροποποίηση των προβλέψεων του άρθρου 13 του ν. 3468/2006 σχετικά με την τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας. Οι τιμές που προβλέφθηκαν έφθασαν μέχρι τα 284,85 ευρώ/MWh (για τις «αναδυόμενες και τεχνολογικά σύνθετες εφαρμογές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», βλ. αιτιολογική έκθεση).
9. Επειδή, ο ν. 3468/2006, καθώς και οι μεταγενέστεροι ν. 3734/2009 και 3851/2010, περιέλαβαν ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς (δηλαδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. 30 του ν. 3468/2006, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 3851/2010, τις εγκαταστάσεις που εκμεταλλεύονται την ηλιακή ακτινοβολία και τη μετατρέπουν σε ηλεκτρική ενέργεια μέσω του φωτοβολταϊκού-φωτοηλεκτρικού φαινομένου). Ειδικότερα, στο άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 3468/2006 προβλέφθηκε η κατάρτιση από τη Ρ.Α.Ε. και έγκριση από τον Υπουργό Ανάπτυξης Προγράμματος Ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών Σταθμών μέχρι την 31-12-2020. Κατ’ επίκληση της διάταξης αυτής (ύστερα και από το άρθρο 12 παρ. 7 του ν. 3851/2010), καταρτίσθηκε το Ειδικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών Σταθμών (βλ. ήδη ΥΑΠΕ/Φ1/οικ.27904/2010 απόφαση της Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Β’ 2143). Με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 14 χορηγήθηκε εξουσιοδότηση για την έκδοση απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης για τον καθορισμό του τύπου, του περιεχομένου και της διαδικασίας κατάρτισης των συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς, της διαδικασίας σύνδεσης αυτών, της διαπίστωσης της λήξης του Προγράμματος και άλλων ειδικότερων θεμάτων και αναγκαίων λεπτομερειών ως προς τη λειτουργία των σταθμών αυτών στο πλαίσιο του Προγράμματος (βλ. την προμνημονευθείσα Υ.Α. Φ1/οικ. 17149/2010). Εξάλλου, ως προς το ζήτημα της τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς εισήχθη ξεχωριστή ρύθμιση με το άρθρο 27Α του ν. 3734/2009, που κατήργησε τις έως τότε εφαρμοστέες, κατ’ άρθρο 14 παρ. 3 του ν. 3468/2006, προμνημονευθείσες ρυθμίσεις του άρθρου 13 παρ. 1 περ. δ και ε του ίδιου νόμου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω άρθρου 27Α, με τη διάταξη αυτή εσκοπήθη, εν όψει της επίτευξης του εθνικού και κοινοτικού στόχου για τη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο μέχρι το 2020, η συμμετοχή στο ενεργειακό μίγμα κατά το δυνατόν περισσότερης ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς. Έτσι, ορίσθηκε ότι η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από φωτοβολταϊκό σταθμό και απορροφάται από το Σύστημα ή το Δίκτυο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9, 10 και 12 παρ. 1 του ν. 3468/2006, τιμολογείται σε μηνιαία βάση και ανά MWh της απορροφώμενης ηλεκτρικής ενέργειας, με τιμές οριζόμενες στο ίδιο άρθρο ανά εξάμηνο, αρχής γενομένης από τον Φεβρουάριο του 2009 και ανάλογα με την ισχύ και τη διασύνδεση ή μη στο σύστημα, οι οποίες μπορούσαν να μεταβληθούν με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης ύστερα από γνώμη της ΡΑΕ λαμβανομένων κυρίως υπόψη τηςδιείσδυσης των φωτοβολταϊκών σταθμών στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, του βαθμού επίτευξης των εθνικών στόχων διείσδυσης των ΑΠΕ και των επιπτώσεων για τον καταναλωτή από τη σχετική επιβάρυνση λόγω του ειδικού τέλους ΑΠΕ. Οι τιμές εκκινούσαν από 400 έως 500 ευρώ/ MWh (για τον Φεβρουάριο του 2009, τον Αύγουστο του 2009 και τον Φεβρουάριο του 2010), μειούμενες σταδιακά ανά εξάμηνο για το διάστημα μέχρι τον Αύγουστο του 2014 [με το άρθρο 5 παρ. 6 του ν. 3851/2010 απαλείφθηκε η πρόβλεψη για την τιμολόγηση για έργα ισχύος μικρότερης των 100 KW σε μη διασυνδεδεμένα νησιά, ενώ διατηρήθηκε κατά τα λοιπά η θεσπισθείσα αποκλιμάκωση των τιμών για τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς]. Ορίσθηκε δε ότι «α) Η σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκό σταθμό συνάπτεται για είκοσι (20) έτη, συνομολογείται με την τιμή αναφοράς που αναγράφεται στον ανωτέρω πίνακα και αντιστοιχεί στο μήνα και έτος που υπογράφεται η Σύμβαση Αγοραπωλησίας ηλεκτρικής ενέργειας με τον αρμόδιο Διαχειριστή, υπό την προϋπόθεση έναρξης δοκιμαστικής λειτουργίας ή για τις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται περίοδος δοκιμαστικής λειτουργίας ενεργοποίησης της σύνδεσης του φωτοβολταϊκού σταθμού, εντός δεκαοκτώ (18) μηνών για τους σταθμούς ισχύος έως 10 MW και εντός τριάντα έξι (36) μηνών για τους σταθμούς ισχύος από 10 MW και άνω. Σε αντίθετη περίπτωση, ως τιμή αναφοράς θα λαμβάνεται η τιμή που αντιστοιχεί στο μήνα και έτος που πραγματοποιείται η έναρξη δοκιμαστικής λειτουργίας ή για τις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται περίοδος δοκιμαστικής λειτουργίας η ενεργοποίηση της σύνδεσης του φωτοβολταϊκού σταθμού, με βάση την ισχύ που διαθέτει ο σταθμός κατά την εν λόγω χρονική στιγμή. β) Οι τιμές που καθορίζονται στον ανωτέρω πίνακα αναπροσαρμόζονται κάθε έτος, κατά ποσοστό 25% του δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους, όπως αυτός καθορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Αν η τιμή που αναφέρεται στον πίνακα αυτόν αναπροσαρμοσμένη κατά τα ανωτέρω, είναι μικρότερη της μέσης Οριακής Τιμής του Συστήματος, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά το προηγούμενο έτος, προσαυξημένης κατά 30%, 40%, 40% και 50%, αντίστοιχα για τις περιπτώσεις Α, Β, Γ, και Δ του ανωτέρω πίνακα, η τιμολόγηση γίνεται με βάση τη μέση Οριακή Τιμή του Συστήματος του προηγούμενου έτους, προσαυξημένη κατά τους αντίστοιχους ως άνω συντελεστές».
Όπως αναφέρεται περαιτέρω στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω άρθρου 27Α, «για τον καθορισμ ό της εύλογης τιμής, λήφθηκαν υπόψη το κόστος της επένδυσης και η εκτιμώμενη μείωσή του στα επόμενα χρόνια, καθώς και η επιβάρυνση του καταναλωτή με το τέλος υπέρ των ΑΠΕ», υπό την έννοια ότι «η συμμετοχή [κατά το δυνατόν περισσότερης ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς στο ενεργειακό μίγμα] θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που δεν επέρχεται επιβάρυνση στον καταναλωτή, μέσω του ειδικού τέλους υπέρ των ΑΠΕ, δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Για τον λόγο αυτό, με την προτεινόμενη ρύθμιση συνδέεται η δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους να εγκαταστήσουν φωτοβολταϊκούς σταθμούς, κατά το δυνατόν περισσότερης ισχύος, με παράλληλη βαθμιαία μείωση της τιμής πώλησης της MWh της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από τους νέους σταθμούς που τίθενται κάθε μήνα σε λειτουργία», ενώ «για την εφαρμογή του σχετικού τρόπου τιμολόγησης, λήφθηκε υπόψη η σχετική εμπειρία άλλων κρατών μελών της Ε.Ε., και ιδίως της Γερμανίας, η οποία εφαρμόζοντας αντίστοιχο τρόπο τιμολόγησης, έχει επιτύχει σημαντική διείσδυση της ενέργειας που παράγεται από φωτοβολταϊκούς σταθμούς, αν και οι τιμές που ισχύουν στην εν λόγω χώρα είναι, τηρουμένων των αναλογιών, κατώτερες από αυτές που προτείνονται με την παρούσα ρύθμιση» [η διάταξη του άρθρου 27 Α του ν. 3734/2009 τροποποιήθηκε διαδοχικά στη συνέχεια, μεταξύ άλλων, ως προς το χρονικό σημείο, με βάση το οποίο καθορίζεται η τιμή αναφοράς (βλ. άρθρο 186 παρ. 1 ν. 4001/2011 και άρθρο πρώτο παρ. Ι.1.2 υποπαρ. 2 ν. 4093/2012)]. Εξάλλου, με το άρθρο 14 παρ. 3 του ν. 3468/2006, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27Α παρ. 8 του . 3734/2009 και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 8 του ν. 3851/2010, προβλέφθηκε η κατάρτιση με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕΚΑ, μετά από γνώμη της ΡΑΕ, Ειδικού Προγράμματος Ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών Συστημάτων σε κτιριακές εγκαταστάσεις και ιδίως σε στέγες και προσόψεις κτιρίων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και αυτά όπου στεγάζονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Τέτοιο πρόγραμμα καταρτίσθηκε με την από 4-6-2009 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Β’ 1079). Το άρθρο 3 παρ. 3 της εν λόγω ΚΥΑ όρισε ότι η τιμή της παραγόμενης από το φωτοβολταϊκό σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας που εγχέεται στο δίκτυο ορίζεται σε 0,55 ευρώ ανά KWh για τις συμβάσεις συμψηφισμού που συνάπτονται τα έτη 2009, 2010, 2011 με πρόβλεψη για μείωση 5% ετησίως για τις συμβάσεις συμψηφισμού που συνάπτονται το διάστημα από 1-1-2012 έως και 31-12-2019. Οι εν λόγω τιμές αναπροσαρμόσθηκαν (μειώθηκαν) διαδοχικά με τις κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕΚΑ ΥΑΠΕ Φ1/οικ.2266/2012 (Β’ 97) και ΥΑΠΕ/Φ1/2302/οικ.16934/2012 (Β’ 2317) [ρυθμίσεις για την τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας από τους εν λόγω φωτοβολταϊκούς σταθμούς είχε περιλάβει και το άρθρο 13 του ν. 3468/2006, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 3851/2010, ορίζοντας 550 ευρώ ανά MWh για φωτοβολταϊκούς σταθμούς έως 10 KWpeak στον οικιακό τομέα και σε μικρές επιχειρήσεις σύμφωνα με το πιο πάνω πρόγραμμα].
10. Επειδή, με το άρθρο 40 του ν. 2773/1999 συνεστήθη ειδικός λογαριασμός για τηνπληρωμή των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, με τις τιμές που, κατά τα προαναφερθέντα, ορίζονται με νόμο και δυνάμει των οποίων συνομολογούνται οι οικείες συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, υπό τη διαχείριση της ΔΕΣΜΗΕ (και ήδη, κατά το άρθρο 143 του ν. 4001/2011, της ΛΑΓΗΕ). Ειδικότερα, προβλέφθηκε ότι «1. Ο Διαχειριστής του Συστήματος και ο Διαχειριστής του Δικτύου ανακτούν πλήρως τα ποσά που καταβάλλουν στους αντισυμβαλλόμενους σύμφωνα με το άρθρα 35, 36, 37, 38 και 39 μέσω ειδικού Λογαριασμού τον οποίο διαχειρίζεται ο Διαχειριστής του Συστήματος. 2. Ο Διαχειριστής του Συστήματος υποχρεούται να συστήσει το αργότερο μέχρι την 30ή Απριλίου 2001 τον ειδικό Λογαριασμό της προηγούμενης παραγράφου. 3. Έσοδα του ειδικού Λογαριασμού είναι: (α) Τα ποσά που καταβάλλουν οι κάτοχοι άδειας παραγωγής και προμήθειας του Συστήματος μέσω της διαδικασίας διευθέτησης των Αποκλίσεων Παραγωγής-Ζήτησης του άρθρου 20, τα οποία αναλογούν στην ισχύ που εντάσσεται κατά προτεραιότητα στο Σύστημα από το Διαχειριστή του Συστήματος κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 35, 37 και 38. (β) Τα ποσά που καταβάλλει η Δ.Ε.Η. ως αποκλειστικός Προμηθευτής στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά, για την ηλεκτρική ενέργεια που απορροφάται στα συστήματα των νησιών αυτών κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 36, 37 και 38. Για τον υπολογισμό του ποσού αυτού ως τιμή Kwh λαμβάνεται το μέσο μεταβλητό κόστος της παραγωγής της Δ.Ε.Η. στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά για κάθε μήνα, το οποίο τελεί υπό την έγκριση της Ρ.Α.Ε.. (γ) [όπως ισχύει μετά τα άρθρα 23 παρ. 20 ν. 3175/2003, Α’ 207, και 39 παρ. 3 ν. 4062/2012, Α’ 70] Το Ειδικό Τέλος για τη Μείωση Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ), που επιμερίζεται ομοιόμορφα για όλη την ελληνική επικράτεια σε κάθε Πελάτη, περιλαμβανομένων και των αυτοπαραγωγών, σύμφωνα με μεθοδολογία η οποία καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, που εκδίδεται μετά από γνώμη της Ρ.Α.Ε, και η οποία λαμβάνει υπόψη την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει ο κάθε Πελάτης και συντελεστές που διαφοροποιούν τον επιμερισμό κατά κατηγορία Πελατών, έτσι ώστε να προκύπτει χρέωση που εξισορροπεί τις οικονομικές συνέπειες μεταξύ των κατηγοριών Πελατών. Οι αριθμητικές τιμές των συντελεστών της ανωτέρω μεθοδολογίας προσδιορίζονται κάθε έτος με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης μετά από πρόταση της Ρ.Α.Ε., που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. …». Ρύθμιση σχετικά με τον αυτό λογαριασμό περιλήφθηκε και στο άρθρο 143 του ν. 4001/2011, σύμφωνα με το οποίο, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, «1. Η ΛΑΓΗΕ ΑΕ και η ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ ανακτούν πλήρως τα ποσά που καταβάλλουν στους αντισυμβαλλόμενους κατά τις διατάξεις της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 118 και της περίπτωσης η’ της παραγράφου 2 του άρθρου 129 αντίστοιχα, μέσω του ειδικού διαχειριστικού Λογαριασμού, όπως αυτός δημιουργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 40 του ν. 2773/1999, τον οποίο διαχειρίζεται η ΛΑΓΗΕ ΑΕ. 2. Έσοδα του ειδικού Λογαριασμού είναι: (α) Τα ποσά που καταβάλλουν οι παραγωγοί και οι προμηθευτές στο πλαίσιο του ημερήσιου ενεργειακού προγραμματισμού του άρθρου 120 και της Εκκαθάρισης των Αποκλίσεων παραγωγής – ζήτησης κατά το άρθρο 105, τα οποία αναλογούν στην ισχύ που εντάσσεται κατά προτεραιότητα στο σύστημα μεταφοράς και στο δίκτυο διανομής της ηπειρωτικής χώρας και των συνδεδεμένων με αυτά νησιών κατά τα οριζόμενα στον ν. 3851/2010. (β) Τα ποσά που καταβάλλουν οι Προμηθευτές στα Μη Διασυνδεμένα Νησιά, για την ηλεκτρική ενέργεια που απορροφάται στα συστήματα των νησιών αυτών, που παράγεται από τις μονάδες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 129. Για τον υπολογισμό των ποσών αυτών ως τιμή kWh λαμβάνεται υπόψη το μέσο μεταβλητό κόστος της παραγωγής των εγκατεστημένων μονάδων παραγωγής, με εξαίρεση τις μονάδες ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά για κάθε μήνα, το οποίο τελεί υπό την έγκριση της ΡΑΕ. (γ) Έσοδα από την επιβολή ειδικού τέλους για τη Μείωση Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) επί της κατανάλωσης, που διαφοροποιείται ανά κατηγορία Πελατών, περιλαμβανομένων και των αυτοπαραγωγών, ομοιόμορφα για όλη την ελληνική επικράτεια, σύμφωνα με μεθοδολογία η οποία καθορίζεται με Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, που εκδίδεται μετά από γνώμη της ΡΑΕ.
Η μεθοδολογία περιλαμβάνει συντελεστές που διαφοροποιούν το ειδικό τέλος κατά κατηγορία Πελατών, έτσι ώστε να προκύπτει χρέωση που εξισορροπεί τις οικονομικές συνέπειες μεταξύ των κατηγοριών Πελατών. Οι αριθμητικές τιμές των συντελεστών της ανωτέρω μεθοδολογίας, καθώς και οι μοναδιαίες χρεώσεις που επιβάλλονται στους Πελάτες, προσδιορίζονται με απόφαση της ΡΑΕ που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τον 12ο μήνα εκάστου έτους προκειμένου να εφαρμοσθεί το επόμενο ημερολογιακό έτος, μετά από προϋπολογιστική εκτίμηση των εσόδων και εξόδων του ειδικού διαχειριστικού Λογαριασμού.
Οι ανωτέρω μοναδιαίες χρεώσεις αναθεωρούνται με την ίδια διαδικασία, τον 6ο μήνα κάθε ημερολογιακού έτους για εφαρμογή από την 1η Ιουλίου έως την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, εφόσον αυτό απαιτείται με βάση την εξέλιξη των εσόδων και εξόδων του ειδικού διαχειριστικού Λογαριασμού εντός του έτους. Για την περίοδο 2013-2014 το ύψος των μοναδιαίων χρεώσεων καθορίζεται κατά τρόπο ώστε το χρέος του ειδικού διαχειριστικού Λογαριασμού να αποσβεστεί έως το τέλος της διετίας. (δ) Τα έσοδα που προέρχονται από τις δημοπρατήσεις των αδιάθετων δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 25 του ν. 3468/2006, όπως τροποποιείται με τον παρόντα νόμο. (ε)
Ποσά που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία. 3. Επιβάλλεται υπέρ του ειδικού διαχειριστικού Λογαριασμού του άρθρου 40 του ν. 2773/1999 και σε βάρος των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη ειδικό τέλος δύο (2) ευρώ ανά MWh παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία είσπραξης και απόδοσης του εν λόγω τέλους στον ανωτέρω Λογαριασμό, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Με όμοια απόφαση μετά από γνώμη της ΡΑΕ δύναται να αναπροσαρμόζεται το τέλος αυτό.»
11. Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. Ι.2 υποπαρ. 1 του ν. 4093/2012 (Α’222/12-11-2012), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο [προτού καταργηθεί με το άρθρο πρώτο παράγραφος ΙΓ, υποπαρ. ΙΓ.8.4 του ν. 4254/2014, Α΄85], ορίσθηκε ότι «Ι.2. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΠΕ ΚΑΙ ΣΗΘΥΑ 1. Επιβάλλεται έκτακτη ειδική εισφορά αλληλεγγύης στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, η οποία υπολογίζεται επί του τιμήματος των πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας που λαμβάνουν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2012 έως και 30.6.2014 και αφορά τους λειτουργούντες σταθμούς, καθώς και όσους σταθμούς τεθούν σε δοκιμαστική λειτουργία ή ενεργοποιηθεί ησύνδεσή τους εφεξής. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης υπολογίζεται ως εκατοστιαίο ποσοστό επί του, προ Φ.Π.Α., τιμήματος πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, που εγχέεται από τον Παραγωγό στο Σύστημα ή το Διασυνδεδεμένο Δίκτυο ή στα ηλεκτρικά συστήματα των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών, και ανέρχεται: α) Σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) για τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς που τέθηκαν σε δοκιμαστική λειτουργία ή ενεργοποιήθηκε η σύνδεσή τους έως 31.12.2011. β) Σε τριάντα τοις εκατό (30%) για τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς που τέθηκαν σε δοκιμαστική λειτουργία ή ενεργοποιήθηκε η σύνδεσή τους μετά την 1.1.2012 και η αποζημίωση της παραγόμενης ενέργειας υπολογίζεται βάσει της τιμής αναφοράς του πίνακα του άρθρου 27Α του ν. 3734/2009, όπως κάθε φορά ισχύει, που αντιστοιχεί σε μήνα προγενέστερο του Φεβρουαρίου 2012. γ) Σε είκοσι επτά τοις εκατό (27%) για τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς που τέθηκαν σε δοκιμαστική λειτουργία ή ενεργοποιήθηκε η σύνδεσή τους μετά την 1.1.2012 και η αποζημίωση της παραγόμενης ενέργειας υπολογίζεται βάσει της τιμής αναφοράς του πίνακα του άρθρου 27Α του ν. 3734/2009, όπως κάθε φορά ισχύει, που αντιστοιχεί στο διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου 2012 και 9 Αυγούστου 2012. δ) Σε δέκα τοις εκατό (10%) για τους λοιπούς σταθμούς ΑΠΕ και τους σταθμούς ΣΗΘΥΑ. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής δύναται να παραταθεί για ένα ακόμη έτος η υποχρέωση καταβολής της ανωτέρω εισφοράς. Η ανωτέρω εισφορά δεν επιβάλλεται στους φωτοβολταϊκούς σταθμούς για τους οποίους η αποζημίωση της παραγόμενης ενέργειας υπολογίζεται βάσει της τιμής αναφοράς του πίνακα του άρθρου 27Α του ν. 3734/2009, που αντιστοιχεί σε ημερομηνία μεταγενέστερη της 9 Αυγούστου 2012, καθώς και για τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς του Ειδικού Προγράμματος Ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών Συστημάτων σε κτιριακές εγκαταστάσεις.
Τα ποσά που αντιστοιχούν στην ανωτέρω εισφορά υπολογίζονται και παρακρατούνται σε κάθε εκκαθάριση από τη ΛΑΓΗΕ ΑΕ και, για την περίπτωση των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών, από τη ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ και αποτελούν έσοδο του ειδικού λογαριασμού του άρθρου 40 του ν. 2773/1999. Για τον υπολογισμό της εισφορά ς εκδίδεται εκκαθαριστικό σημείωμα, αντίγραφο του οποίου αποστέλλεται στον υπόχρεο. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου».
12. Επειδή, κατά τις ως άνω διατάξεις, προκειμένου να επιτευχθεί, χάριν της προστασίας του περιβάλλοντος μέσω της χρήσης φιλικών προς αυτό πηγών ενέργειας, αλλά και χάριν της εθνικής οικονομίας, ως εκ της επίτευξης ενεργειακής αυτάρκειας, δημιουργίας τοπικών θέσεων απασχόλησης, αποκέντρωσης, εξαγωγικών προοπτικών (βλ. αιτιολογικές εκθέσεις ν. 2244/1994, 3468/2006 και αιτιολογικές σκέψεις οδηγίας 2009/28), η διείσδυση ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο της Χώρας και η ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι προς εξυπηρέτηση γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ (μεταξύ των οποίων και από φωτοβολταϊκούς σταθμούς) και ΣΗΘΥΑ πληρώνονται με εγγυημένη τιμή μέσω του ειδικού λογαριασμού που συνεστήθη δυνάμει του άρθρου 40 του ν. 2773/2009. Όμως, «για επιτακτικούς λόγους εθνικού συμφέροντος που συνίστανται στην άμεση αντιμετώπιση του συνεχώς διογκούμενου ταμειακού ελλείμματος» του λογαριασμού τούτου, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, επιβλήθηκε υπέρ αυτού με το άρθρο πρώτο παρ. Ι.2 υποπαρ. 1 του ν. 4093/2012, έκτακτη ειδική εισφορά αλληλεγγύης στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ προκειμένου, ειδικότερα, «υπό τις παρούσες πρωτόγνωρες ιστορικά δυσμενείς συνθήκες της οικονομίας και στο πλαίσιο της αναλογικότητας της επιβάρυνσης για την επίτευξη των στόχων διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο, να προστατευθεί ο τελικός καταναλωτής ενέργειας … από υπέρογκη αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ [ειδικού τέλους μείωσης εκπομπών αερίων ρύπων], το οποίο αποτελεί τον κύριο και σταθερό τροφοδότη του ανωτέρω ελλειμματικού ειδικού λογαριασμού». Η κατά την πιο πάνω διάταξη επιβαλλόμενη εισφορά, –με διατύπωση που, κατά το γράμμα της, απηχεί την άσκηση φορολογικής πολιτικής, ώστε να μην δύναται να θεωρηθεί ως μονομερής μεταβολή των όρων της σύμβασης μεταξύ του βαρυνόμενου παραγωγού και της ΛΑΓΗΕ έστω και αν καταλήγει σε μείωση του συμβατικού τιμήματος πώλησης της παραγόμενης υπ’ αυτού ηλεκτρικής ενέργειας–, μη προβλεπόμενη σε ανταπόδοση συγκεκριμένης δημόσιας υπηρεσίας προς τους βαρυνόμενους με αυτήν, δεν συνιστά ανταποδοτικό τέλος, αλλά φόρο, κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος, με έκτακτο, όπως εξειδικεύεται στην ίδια τη διάταξη, χαρακτήρα (πρβλ. ΣΕ 797/1986, 1972/2012 Ολ.). Εξάλλου, η εισφορά αυτή, ως πόρος ειδικού λογαριασμού, του οποίου τόσο οι εν γένει πόροι, όσο και ο σκοπός και ο τρόπος διάθεσής τους, καθώς και ο φορέας διαχείρισης, η ήδη ανήκουσα, κατ’ άρθρο 99 παρ. 6 του ν. 4001/2011 στο Ελληνικό Δημόσιο, ΛΑΓΗΕ, ορίζονται με νόμο, το άρθρο 40 του ν. 2773/2009 (βλ. και άρθρο 143 ν. 4001/2011), τελεί στη διάθεση και υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, συνιστώντας δημόσιο έσοδο. Κατά τις σχετικές δε διατάξεις, πράξη επιβολής της εισφοράς αυτής συνιστά το εκκαθαριστικό σημείωμα, με το οποίο η εν λόγω ΛΑΓΗΕ την υπολογίζει, καθώς, από την έκδοση τούτου γεννάται η υποχρέωση του παραγωγού προς καταβολή της, με παρακράτηση, κατά την εκκαθάριση της αποζημίωσης που θα λάβει με βάση το οικείο τιμολόγιο, κάτι που σημαίνει ότι έστω και αν η ΛΑΓΗΕ έχει την μορφή ανώνυμης εταιρείας, λειτουργώντας εν προκειμένω χάριν δημοσίου συμφέροντος στα
πλαίσια της διαχείρισης του λογαριασμού που της έχει ανατεθεί υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Δημοσίου, ασκεί κατά τούτο δημόσια εξουσία.
Συνεπώς, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, με το οποίο η αιτούσα αμφισβητεί τη νομιμότητα της ατομικής πράξης επιβολής της πιο πάνω εισφοράς, ήτοι του εκκαθαριστικού σημειώματος, με το οποίο η ΛΑΓΗΕ την υπολογίζει, στη συνέχεια δε και την παρακρατεί, συνιστά προσφυγή ουσίας, για την εκδίκαση της οποίας είναι αρμόδια τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Εν όψει αυτών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τη ΛΑΓΗΕ ότι η ένδικη διαφορά απορρέει από τη συμβατική σχέση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ της προσφεύγουσας και της ίδιας, η οποία, κατά την έκδοση των ενημερωτικών σημειωμάτων προς έκδοση των τι μολογίων από τους παραγωγούς, ενεργεί στα πλαίσια των υποχρεώσεών της, όπως προβλέπονται από τις συμβάσεις που υπογράφει με αυτούς, ότι η ένδικη εισφορά δεν συνιστά φόρο, αφού περιέρχεται στον λογαριασμό με σκοπό την πληρωμή των ίδιων των βαρυνόμενων με αυτήν παραγωγών, ότι η ίδια δεν έχει αρμοδιότητα βεβαίωσης της εισφοράς αλλά αυτή επέρχεται μετά την έκδοση του εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος των βαρυνόμενων επιχειρήσεων από την αρμόδια φορολογική αρχή, ως εκ του ότι το φορολογητέο εισόδημα προκύπτει μετά την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των παραγωγών (μέρους) της ένδικης εισφοράς, ότι το σημείωμα της είναι ενημερωτικό, η δε παρακράτηση χωρεί με την έκδοση του τιμολογίου, καθώς και ότι εν προκειμένω δεν προβλέπονται διοικητικά μέτρα καταναγκασμού για την καταβολή της, αφού, ούτως ή άλλως, ως εκ του τρόπου της είσπραξής της, ύστερα από παρακράτηση, πρόβλεψη τέτοιων μέτρων ήταν περιττή. Ομοίως, απορριπτέα ως αβάσιμα είναι και τα προβαλλόμενα από το Δημόσιο ότι η εισφορά αυτή έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα ως εκ του ότι τα έσοδα από την επιβολή της περιέρχονται στον λογαριασμό μέσω του οποίου πληρώνονται οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ.
Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Ιωάννης Δημητρακόπουλος, ο οποίος υποστήριξε την ακόλουθη άποψη. Τα πρόσωπα (παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από σταθμούς ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ), στα οποία επιβάλλεται η επίδικη εισφορά, ταυτίζονται με τα πρόσωπα στα οποία κατ’ ουσίαν προορίζεται να καταλήξει το σύνολο του προϊόντος της εισφοράς αυτής, δεδομένου ότι πρόκειται για έσοδο του ειδικού λογαριασμού του άρθρου 40 του ν. 2773/99, μέσω του οποίου σκοπείται η εξασφάλιση της δυνατότητας της ΛΑΓΗΕ Α.Ε. για πληρωμή στα πρόσωπα αυτά του οφειλόμενου τιμήματος πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγουν και διοχετεύουν στο Σύστημα κ.λπ. Ενόψει τούτου, της βάσης επί της οποίας επιβάλλεται η επίμαχη εισφορά (προ του Φ.Π.Α. τίμημα πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο ορίζεται στη σχετική σύμβαση μεταξύ του παραγωγού και της ΛΑΓΗΕ Α.Ε.), του ότι αυτή καθορίζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό επί της εν λόγω βάσης, καθώς και του τρόπου καταβολής της (παρακράτηση σε κάθε εκκαθάριση από τη ΛΑΓΗΕ Α.Ε. ή τη ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.), το επίδικο οικονομικό μέτρο έχει, κατά την αληθή φύση του, το χαρακτήρα όχι φόρου, αλλά μείωσης του συμβατικού τιμήματος πώλησης της παραγόμενης από τον βαρυνόμενο ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία ανέρχεται στο προβλεπόμενο για τον υπολογισμό της εισφοράς ποσοστό επί τοις εκατό. Η επίδικη εισφορά, υπό τον ανωτέρω χαρακτήρα της, ενέχει μονομερή μεταβολή των όρων της σύμβασης μεταξύ του βαρυνόμενου παραγωγού και της ΛΑΓΗΕ Α.Ε., η οποία επιβάλλεται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Τούτων έπεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη, από την οποία προκύπτει η επιβολή της ανωτέρω εισφοράς – μείωσης του συμβατικού τιμήματος σε βάρος της αιτούσας και ο καθορισμός του ύψους της, δημιουργεί διοικητική διαφορά και, ειδικότερα, ακυρωτική.
13. Επειδή, εν όψει της κατά τα προαναφερθέντα φύσης της ένδικης εισφοράς ως φόρου και του ότι το προσβαλλόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα περί υπολογισμού και παρακράτησής της εξέδωσε η ΛΑΓΗΕ, που είναι ο ανήκων στο Ελληνικό Δημόσιο φορέας διαχείρισης του ειδικού λογαριασμού υπέρ του οποίου επιβλήθηκε, στην παρούσα δίκη νομιμοποιούνται παθητικώς, κατά την έννοια του άρθρου 65 παρ. 1 Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/1999, Α’ 97) τόσο η ΛΑΓΗΕ, όσο και το Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του υπομνήματος τούτου απορριπτομένων ως αβασίμων.
14. Επειδή, το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην μεν παράγραφο 1 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στην παράγραφο 5 ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ.1 του Συντάγματος, που καθορίζει τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες με διαφόρους τρόπους, περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα.
Οι αρχές αυτές είναι, συγκεκριμένα, η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευομένη με τον, κατ’ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζομένης φορολογητέας ύλης, που μπορεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 78 παρ.1 του Συντάγματος, να είναι το εισόδημα, η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Κατά την έννοια των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων, ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνον κύκλο προσώπων ή πραγμάτων, εφ’ όσον πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ’ αυτό τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα (ΣΕ 2527, 3345/2013 Ολομ., 1972/2012 Ολομ., 2469-2471/2008 Ολομ., 2113/1963 Ολομ.).
15. Επειδή, ανεξαρτήτως του αν και κατά πόσο η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των διοικούμενων, απορρέοντας από το Σύνταγμα, έχει πεδίο εφαρμογής και επί των συμβληθέντων με το Ελληνικό Δημόσιο, πάντως, αυτή καθαυτή η σύναψη σύμβασης πώλησης με το Δημόσιο είτε άλλο φορέα που τελεί υπό τον έλεγχό του, έστω και με τίμημα καθορισμένο από τον νόμο, δεν συνεπάγεται το αφορολόγητο τούτου, είτε του σχετικού εισοδήματος. Ούτε, εξάλλου, ένα τέτοιο αφορολόγητο δύναται να συναχθεί από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που, ορίζοντας ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», καθιερώνει ένα ατομικό δικαίωμα των πολιτών που καταρχήν δεν αφορά όσους έχουν συνάψει σύμβαση με το Δημόσιο. Συνεπώς, εφόσον ο νομοθέτης τηρήσει τις προαναφερθείσες στην προηγούμενη σκέψη αρχές, δεν παρακωλύεται, ασκώντας κυρίαρχα μια βασική εξουσία του Κράτους, να επιβάλλει σχετικό φόρο, έστω και αν ο φόρος αυτός επιβαρύνει κατ’ αποτέλεσμα το ως άνω τίμημα.
16. Επειδή, εξ άλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄256) ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεώς τους κατ’ εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφ’ όσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της υπάρξεως αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών. Ως εκ τούτου, επιβολή φορολογικής υποχρεώσεως που συνιστά υπερβολικό βάρος για τα πρόσωπα που βαρύνονται με αυτήν ή κλονίζει ριζικά την οικονομική τους κατ άσταση αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (βλ ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 11036/84, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ.15117/89) (ΣΕ 3345/2013 Ολομ.,1972/2012 Ολομ.) 17. Επειδή, όπως ήδη αναφέρθηκε στη σκέψη 12, η πληρωμή των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ με εγγυημένη τιμή μέσω του ειδικού λογαριασμού που συνεστήθη δυνάμει του άρθρου 40 του ν. 2773/2009 θεσπίστηκε προκειμένου να επιτευχθεί η διείσδυση ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο και η ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας χάριν της προστασίας του περιβάλλοντος μέσω της χρήσης φιλικών προς αυτό πηγών ενέργειας, αλλά και χάριν της εθνικής οικονομίας, ήτοι προς εξυπηρέτηση γενικότερου δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς, και η κάλυψη του ελλείμματος του επίμαχου λογαριασμού, ανεξαρτήτως των αιτιών δημιουργίας του (στρεβλώσεων κατά τη διαμόρφωση του συστήματος πώλησης/αγοράς/τιμολόγησης ηλεκτρικής ενέργειας και κατά τη μεθοδολογία πληρωμών των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, είτε αυξημένης διείσδυσης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ σεσυνδυασμό προς τις υψηλές εγγυημένες τιμές, όπως κυρίως υποστηρίζουν οι καθ’ων), συνιστά σκοπό γενικότερου δημοσίου συμφέροντος.
18. Επειδή, εν προκειμένω, για την αντιμετώπιση του ελλείμματος αυτού υιοθετήθηκε σειρά μέτρων. Συγκεκριμένα, με την παρ. 3 του άρθρου 143 του ν. 4001/2011 που προστέθηκε με το άρθρο 52 παρ. 7 του ν. 4042/2012 (Α’ 24/13-2-2012, βλ. και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα Δ5/Β/οικ.3982/2012 απόφαση Υφυπουργού ΠΕΚΑ, Β’ 342/16-2-2012, διορθ. σφαλμάτων Β’ 889) προβλέφθηκε η υπέρ του πιο πάνω λογαριασμού επιβολή σε βάρος των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη ειδικού τέλους δύο ευρώ ανά MWh παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη με στόχο, μεταξύ άλλων, την προώθηση καθαρών μορφών ενέργειας και την «ισορροπία στη χονδρεμπορική αγορά μεταξύ τεχνολογιών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από διάφορες πηγές». Με το άρθρο 39 παρ. 2 του ν. 4062/2012 (Α’ 70/30-3-2012) ορίσθηκε (κατά τροποποίηση της παρ. Α2 του άρθρου 25 του ν. 3468/2006) ότι «για την περίοδο 2013-2015 το σύνολο των εσόδων από πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου αποτελούν πόρο του ειδικού λογαριασμού του άρθρου 40 του ν. 2773/1999». Με την ΥΑΠΕ Φ1/2303/οικ.16935/2012 κοινή απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό (Β’ 2317/10-8-2012), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ. 16 του ν. 3851/2010, το ποσοστό της κατ’ άρθρο 14 του ν. 1730/1987 (Α’ 145) εισφοράς υπέρ της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. ορίσθηκε σε 25% ως πόρος του αυτού λογαριασμού (με την οικ.5/19-6-2013 κοινή απόφαση των Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό και Υπουργού Οικονομικών, Β’ 1483, ανεστάλη από 11-6-2013 η χρέωση της υπέρ αυτής εισφοράς), ενώ προβλέφθηκαν διαδοχικά μειώσεις στην τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς (βλ. αποφάσεις Υπουργού ΠΕΚΑ Υ.Α.Π.Ε./Φ1/οικ.2262/2012, Β’ 97/31-1-2012, Υ.Α.Π.Ε./Φ1/2301/οικ.16933/2012, Β΄2317/10-8-2012), καθώς και αναστολή έκδοσης αδειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς και προσφοράς σύνδεσης, ενόψει του ότι «η συνολική ηλεκτρική ισχύς των φωτοβολταϊκών σταθμών για τους οποίους έχει υπογραφεί Σύμβαση Πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας υπερκαλύπτει το όριο για την εγκατεστημένη ισχύ κατά το έτος 2014 και ξεπερνά ακόμη και το όριο για το έτος 2020, όπως αυτά έχουν οριστεί με την [προαναφερθείσα Α.Υ./Φ1/οικ. 19598/2010 υπουργική απόφαση]», ήτοι το όριο των 1.500 MW και 2.200 MW, αντίστοιχα» (βλ. Υ.Α.Π.Ε./Φ1/2300/οικ.16932/2012, Β΄ 2317/10.08.2012). Αναφορά στο έλλειμμα του επίμαχου λογαριασμού γίνεται και στις αποφάσεις της ΡΑΕ περί αναπροσαρμογής του ειδικού τέλους ΑΠΕ (βλ. αποφάσεις 1453/2011, Β’ 2967, 698/2012, Β’ 2325/16-8-2012). Με τον κρίσιμο δε ν. 4093/2012 αντικαταστάθηκε η παρ. 5α του άρθρου 27Α του ν. 3734/2009 και προβλέφθηκε ότι «η σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκό σταθμό … συνομολογείται με την τιμή αναφοράς … που ισχύει κατά την ημερομηνία έναρξης της δοκιμαστικής λειτουργίας ή … κατά την ημερομηνία ενεργοποίησης της σύνδεσης του φωτοβολταϊκού σταθμού», έτσι ώστε, κατά την αιτιολογική έκθεση, «ο ρυθμός μείωσης της τιμής αποζημίωσης της παραγόμενης ενέργειας […] να ακολουθεί τη [συνεχή και με υψηλούς ρυθμούς μείωση του κόστους εγκατάστασης φωτοβολταϊκών σταθμών] ώστε να μην υφίσταται υπερβολική αποζημίωση των παραγωγών και να επιβαρύνεται δυσανάλογα ο καταναλωτής», με την πρόβλεψη πάντως μεταβατικών διατάξεων για όσους είχαν ήδη συνάψει σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας ή είχαν υποβάλει σχετική αίτηση με πλήρη φάκελο (άρθρο πρώτο παρ. Ι.2 υποπαρ. 2-3).
19. Επειδή, πέραν των μέτρων αυτών προς κάλυψη του εν λόγω ελλείμματος, αλλά και των πολλών άλλων που τα ακολούθησαν, [όπως τα άρθρα 9 παρ. 1 της Π.Ν.Π. της 19-11-2012 (Α’ 229), 32 παρ. 1 και 49 παρ. 3 του ν. 4111/2013 (Α’ 18/25-1-2013), οι αποφάσεις της ΡΑΕ 1/2013 (Β’ 14/10-1-2013) και 323/2013 (Β’ 1784/24-7-2013), η Φ1/1288/9011/2013 απόφαση Υπουργού ΠΕΚΑ (Β’ 1103/2.5.2013) για περαιτέρω μείωση στην τιμολόγηση ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς, καθώς και η Φ1/1289/9012/2013 (Β’ 1103) για τα φωτοβολταϊκά των στεγών, τα άρθρα πρώτο, παρ. Ι, υποπαρ. Ι.3 και 4 περ. 3,4,5 του ν. 4152/2013 (Α’ 107/9-5-2013) ], με το άρθρο πρώτο παρ. Ι.2 υποπαρ. 1 του αναφερθέντος νόμου 4093/2012 επιβλήθηκε η ένδικη εισφορά, μεταξύ άλλων, στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς που υπολογίζεται επί του τιμήματος των πωλήσεών τους σε συγκεκριμένο διάστημα. Το τίμημα αυτό, έχοντας ορισθεί με νόμο και περιληφθεί στη συνέχεια σε εικοσαετούς διάρκειας συμβάσεις σε ύψος, που, σε συνδυασμό με την υποχρέωση της ΛΑΓΗΕ για την κατά προτεραιότητα απορρόφηση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, εξασφάλιζε, όπως καταδεικνύεται από τις συνθήκες της αγοράς, τον κατ’ αρχήν κερδοφόρο χαρακτήρα των οικείων επενδύσεων [βλ. ιδίως α) τα αναφερόμενα στο προοίμιο της ΥΑΠΕ/Φ1/2300/οικ. 16932/2012 απόφασης Υφυπουργού ΠΕΚΑ περί υπερκάλυψης των ορίων του 2014, αλλά και του 2020, για την εγκατεστημένη ισχύ από φωτοβολταϊκούς σταθμούς, β) την 5/2012 γνωμοδότηση της ΡΑΕ, που επικαλείται η ΥΑΠΕ/Φ1/οικ.2301/οικ.16933/2012 (Β’ 2317) περί μείωσης τιμών πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς, κατά την οποία οι εγγυημένες αυτές τιμές «στην Ελλάδα είναι μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη … παρά το γεγονός ότι η χώρα μας έχει σημαντικά υψηλότερη ηλιοφάνεια συγκριτικά με τις περισσότερες χώρες» (πρβλ. αναλόγως και τη μεταγενέστερη 2/2013 γνωμοδότηση της ΡΑΕ, που επικαλείται η Φ1/1288/9011/2013 απόφαση Υπουργού ΠΕΚΑ, Β’ 1103 για περαιτέρω μείωση), και γ) την αιτιολογική έκθεση του άρθρου πρώτου παρ. Ι.4 υποπαρ. 8 του ν. 4152/2013 για την ενεργοποιηθείσα ισχύ μετά τον ν. 4093/2012], η δε ένδικη εισφορά επιβλήθηκε για τις πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας από 1-7-2012 μέχρι 30-6-2014, συνεπαγόμενη την επιβάρυνση των αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων για περιορισμένο, σύντομο, συγκριτικά με τη διάρκεια των συμβάσεων, χρονικό διάστημα. Με τα δεδομένα αυτά, εν όψει του ότι το γεγονός της σύναψης συμβάσεων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας με τίμημα καθορισμένο από τον νόμο δεν συνεπαγόταν το αφορολόγητο τούτου και όσων ήδη αναφέρθηκαν στη σκέψη 15, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ. Ι.2. υποπαρ. 1 του ν. 4093/2012 που προβλέπουν την εισφορά αυτή, αντίκεινται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Συνεπώς, ο λόγος της παρέμβασης περί παράβασης της διάταξης αυτής, καθώς και της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ως εκ του ότι κατ’ αποτέλεσμα μειώνεται μονομερώς το αντάλλαγμα πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ που έχει ορισθεί τόσο κανονιστικά όσο και συμβατικά, αναιρουμένου του αντίστοιχου δικαιώματος προσδοκίας των παραγωγών, και μάλιστα προς θεραπεία όχι του δημοσίου συμφέροντος αλλά προς κάλυψη του ταμειακού ελλείμματος του επίμαχου λογαριασμού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ομοίως, αβάσιμος είναι και ο λόγος περί παράβασης των αναλόγου περιεχομένου διατάξεων των άρθρων 15, 16 και 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί της ελευθερίας του επαγγέλματος και του δικαιώματος προς εργασία, της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, αντιστοίχως, τούτο δε πέραν του ότι ο Χάρτης, ο οποίος διέπει τις δράσεις των κρατών μελών μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, δεν αφορά καταρχήν και τα μέτρα αμιγώς εσωτερικής πολιτικής που αυτά λαμβάνουν (πρβλ. ΣΕ 1285/2012 Ολομ., 2004/2012, 2764/2013, 935/2015). 20. Επειδή, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου πρώτου παρ. Ι.2 υποπαρ. 1 του ν. 4093/2012, η εισφορά που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή, έχει, ειδικότερα, το χαρακτήρα φόρου επί των συναλλαγών καθώς επιβάλλεται επί ποσού που προκύπτει από συναλλαγή, δηλαδή επί του (προ Φ.Π.Α.) τιμήματος των πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας που εγχέεται από τον παραγωγό στο Σύστημα ή στο Διασυνδεδεμένο Δίκτυο ή στα ηλεκτρικά συστήματα των μη διασυνδεδεμένων νησιών. Η εισφορά ορίζεται σε ποσοστό 10% επί του πιο πάνω τιμήματος για τους λοιπούς, πλην των φωτοβολταϊκών, σταθμούς ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, ενώ για τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς προβλέπεται μία κλιμάκωση του ποσοστού (25, 27 και 30%) ανάλογα με τον χρόνο θέσης τους σε λειτουργία ή ενεργοποίησης της σύνδεσής τους και ανάλογα με την τιμή αναφοράς βάσει της οποίας υπολογίζεται η αποζημίωση της παραγόμενης από αυτούς ενέργειας. Ειδικότερα, η εισφορά ορίζεται σε 25% για τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς που τέθηκαν σε δοκιμαστική λειτουργία ή ενεργοποιήθηκε η σύνδεσή τους έως 31.12.2011, σε 30% για τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς που τέθηκαν σε δοκιμαστική λειτουργία ή ενεργοποιήθηκε η σύνδεσή τους μετά την 1.1.2012 και η αποζημίωση της παραγόμενης ενέργειας υπολογίζεται βάσει της τιμής αναφοράς του άρθρου 27Α του ν. 3734/2009, όπως κάθε φορά ισχύει, που αντιστοιχεί σε μήνα προγενέστερο του Φεβρουαρίου του 2012 και σε 27% για τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς που τέθηκαν σε δοκιμαστική λειτουργία ή ενεργοποιήθηκε η σύνδεσή τους μετά την 1.1.2012 και η αποζημίωση της παραγόμενης ενέργειας υπολογίζεται βάσει της τιμής αναφοράς του άρθρου 27Α του ν. 3734/2009, όπως κάθε φορά ισχύει, που αντιστοιχεί στο διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου του 2012 (οπότε έλαβε χώρα η πρώτη από τις προαναφερθείσες μειώσεις κατά την τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς με την Υ.Α.Π.Ε./Φ1/οικ.2262/31.1.2012, Β’ 97/31-1-2012) και 9 Αυγούστου 2012 (οπότε έλαβε χώρα η δεύτερη από τις προαναφερθείσες μειώσεις κατά την τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς με την Υ.Α.Π.Ε./Φ1/2301/οικ.16933, Β΄ 2317/10-8-2012).
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, «οι επενδύσεις φωτοβολταϊκών σταθμών απολάμβαναν, πριν τον Αύγουστο 2012, ιδιαίτερα ευνοϊκή αντιμετώπιση μέσω των υψηλών εγγυημένων τιμών πώλησης», νοουμένων εκείνων του πίνακα του άρθρου 27Α του ν. 3734/2009 (όπως ίσχυσε αρχικά, καθώς και μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 5 παρ. 6 του ν. 3851/2010, τέλος, δε, εκείνων της Υ.Α.Π.Ε./Φ1/οικ.2262/31.1.2012, Β’ 97/31-1-2012) έναντι των τιμών του άρθρου 13 του ν. 3468/2006 (όπως εκάστοτε ίσχυσε) για τους λοιπούς σταθμούς ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, οι οποίες επιβαρύνονται και με ειδικό τέλος 3% υπέρ ΟΤΑ (άρθρο 25Α ν. 3468/2006). Περαιτέρω, σύμφωνα πάντοτε με την αιτιολογική έκθεση, η κλιμάκωση του ποσοστού της εισφοράς των φωτοβολταϊκών σταθμών προβλέφθηκε ενόψει των υψηλών τιμών που ίσχυαν μέχρι τον Ιανουάριο του 2012, της μείωσης αυτών από τον Φεβρουάριο του 2012, καθώς και ενόψει «της ραγδαίας μείωσης της αξίας του εξοπλισμού που σημειώθηκε από το δεύτερο εξάμηνο του 2011» (κατά την μνημονευθείσα 5/2012 γνωμοδότηση της ΡΑΕ, «έχει επιτευχθεί μείωση του κόστους του εξοπλισμού των φωτοβολταϊκών άνω του 70% κατά τη διάρκεια των τελευταίων 4 ετών και ο μέσος ρυθμός μείωσης του κόστους αυτού είναι υψηλότερος του ποσοστού απομείωσης των αντίστοιχων εγγυημένων τιμών …», ενώ στην επίσης μνημονευθείσα 2/2013 γνωμοδότηση της ΡΑΕ αναφέρεται μείωση του κόστους αυτών άνω του 75%). Η ένδικη εισφορά δεν επιβάλλεται στους φωτοβολταϊκούς σταθμούς, από τους οποίους παράγεται ηλεκτρική ενέργεια αποζημιούμενη βάσει τιμής αναφοράς του πίνακα του άρθρου 27Α του ν. 3734/2009 που αντιστοιχεί σε ημερομηνία μεταγενέστερη της 9.8.2012 (οπότε, όπως επισημαίνεται και στην αιτιολογική έκθεση, έλαβε χώρα η δεύτερη από τις προαναφερθείσες μειώσεις κατά την τιμολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς με την Υ.Α.Π.Ε./Φ1/2301/οικ.16933/2012, Β΄ 2317/10-8-2012). Δεν επιβάλλεται, άλλωστε, ούτε στους φωτοβολταϊκούς σταθμούς του Ειδικού Προγράμματος Ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών Συστημάτων σε κτιριακές εγκαταστάσεις «έως 10 kW», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, «λόγω του μικρού μεγέθους τους και του γεγονότος ότι το εν λόγω πρόγραμμα απευθύνεται κυρίως σε φυσικά πρόσωπα και η εγκατάσταση δεν αντιμετωπίζεται από τηνκείμενη νομοθεσία ως επιχειρηματική δραστηριότητα» (βλ. και άρθρο 6 τηςπρομνημονευθείσας Κ.Υ.Α. της 4-6-2009 υπό τον τίτλο «φορολογική αντιμετώπιση», όπου ορίζεται ότι «η μικρή ισχύς των φωτοβολταϊκών συστημάτων εξασφαλίζει ότι η παραγόμενη ενέργεια αντιστοιχεί σε αυτήν που απαιτείται για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του κυρίου του φωτοβολταϊκού συστήματος. Με την έγχυση της παραγόμενης ενέργειας στο Δίκτυο επιτυγχάνεται η καταγραφή της στο πλαίσιο επίτευξης των στόχων διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που τίθενται από την Οδηγία 2001/77/ΕΚ αλλά και από την υπό δημοσίευση νέα Οδηγία. Κατά συνέπεια, δεν υφίστανται, για τον κύριο του φωτοβολταϊκού συστήματος, φορολογικές υποχρεώσεις για τη διάθεση της ενέργειας αυτής στο Δίκτυο»). Υπό τα πιο πάνω δεδομένα, η επιβολή της ένδικης εισφοράς, όπωςδιαμορφώνεται στον νόμο, με προσδιορισμό, δηλαδή, των συντελεστών αυτής αναλόγως της συνδρομής στοιχείων (τιμής αναφοράς, χρόνου θέσης σε δοκιμαστική λειτουργία ή ενεργοποίησης της σύνδεσης σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους του εξοπλισμού) που συνάπτονται με την ωφέλεια που προκύπτει από τις συνιστώσες το αντικείμενο της εισφοράς πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας, από την οποία τεκμαίρεται αντίστοιχη οικονομική δύναμη των βαρυνομένων επιχειρήσεων, συνάπτεται με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα και δεν υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει τον ενδεδειγμένο εκάστοτε τρόπο φορολόγησης διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων, ούτε παραβιάζει τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές, ενώ, εξάλλου, το ότι ανατρέχει σε πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας από 1.7.2012 δεν αντίκειται προς την παρ. 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος. Ούτε, περαιτέρω, μπορεί να θεωρηθεί ότι η εισφορά αυτή που, σύμφωνα με τα αναφερόμενα σε προηγούμενες σκέψεις, προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων μέτρων, για τη θεραπεία σκοπού δημοσίου συμφέροντος για περιορισμένο χρονικό διάστημα συγκριτικά με τη διάρκεια των κατ’ αρχήν κερδοφόρων, ενόψει των ειδικών περί αυτών νομοθετικών προβλέψεων, συμβάσεων, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Τέλος, υπό τα πιο πάνω δεδομένα, συνιστά ανεκτό κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περιορισμό της περιουσίας.
Κατόπιν αυτού, είναι απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα. Ειδικότερα, εφόσον πρόκειται περί φόρου συναλλαγών, είναι απορριπτέοι οι ισχυρισμοί κατά τους οποίους η ένδικη εισφορά, ως φόρος εισοδήματος, αντίκειται στην κατ’ άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος συνεισφορά στα δημόσια βάρη ανάλογα με την πραγματική φοροδοτική ικανότητα των φορολογουμένων, καθώς και στο άρθρο 78 αυτού, καθόσον επιβάλλεται επί του ακαθαρίστου, αντί του καθαρού, εισοδήματος, και μάλιστα με κλιμακούμενους συντελεστές, χωρίς όμως διαβάθμιση για διαφορετικά τμήματα αυτού, περαιτέρω δε συνιστά κατ’ ουσίαν διπλή φορολόγηση του εισοδήματος που φορολογείται και με βάση τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (και τούτο ανεξαρτήτως του ότι σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 περ. ε του Κ.Φ.Ε., όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 21 περ. β του ν. 4110/2013, ορίσθηκε, με ισχύ από την έναρξη ισχύος του ν. 4093/2012, ότι η ένδικη εισφορά εκπίπτεται ισόποσα επί πενταετία από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων). Οι ισχυρισμοί κατά τους οποίους η ένδικη εισφ ορά, υπό την εκδοχή ότι συνιστά φόρο συναλλαγών, αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ενόψει της αδικαιολόγητης διαφοροποίησης των φορολογικών συντελεστών σε σχέση με τους λοιπούς σταθμούς ΑΠΕ και ΣΥΘΗΑ, καθώς και μεταξύ των παραγωγών από φωτοβολταϊκούς σταθμούς αναλόγως του χρόνου ενεργοποίησης της σύνδεσης ή θέσης σε δοκιμαστική λειτουργία, καθώς και τα προβαλλόμενα περί του ότι αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, ενόψει ιδίως, όπως υποστηρίζεται με την παρέμβαση, του ύψους αλλά και της αναδρομικότητας αυτής, δίχως να προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της διάταξης ότι εξετάσθηκαν ηπιότερα μέτρα και δίχως τη συνδρομή λόγων δημοσίου συμφέροντος, επιβάλλει δε υπερβολικό οικονομικό βάρος στους εισερχόμενους στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας κατά παράβαση της οδηγίας 2009/72, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ομοίως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι με τους οποίους προβάλλεται ότι η επιβολή της ένδικης εισφοράς συνιστά μη ανεκτό, κατά την έννοια των άρθρων 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 17 του Συντάγματος, περιορισμό της περιουσίας εν όψει ιδίως της διπλής φορολόγησης του εισοδήματος, σε ποσοστό τουλάχιστον 51% (26% φορολογία εισοδήματος + 25% ένδικη εισφορά), κατά τρόπο (φορολόγηση ακαθαρίστων) που να μην καθιστά βέβαιο και προβλέψιμο το μέγεθος του στερούμενου τμήματος της ιδιοκτησίας, αλλά και κατά τρόπο (μη αφαίρεση της παρακρατούμενης ένδικης εισφοράς από το φορολογούμενο εισόδημα) που άγει σε φορολόγηση μη πραγματικού εισοδήματος, καθώς και απαγορευόμενο, κατ’ άρθρο 14 αυτής (ΕΣΔΑ), διακριτικό περιορισμό του πιο πάνω δικαιώματος ιδιοκτησίας έναντι τόσο των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από λοιπές ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, όσο και των λοιπών εν γένει φορολογουμένων. Εξάλλου, εφόσον η ένδικη προσφυγή στρέφεται κατά της πράξης επιβολής της ένδικης εισφοράς για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2013, απαραδέκτως προβάλλεται ότι αντίκειται στο άρθρο 78 παρ. 1 και 4 εδ. α του Συντάγματος η χορήγηση με την επίμαχη διάταξη του άρθρου 1 παρ. Ι.2 του ν. 4093/2012 νομοθετικής εξουσιοδότησης για τη ρύθμιση του αντικειμένου του φόρου μετά την 30-6-2014 με υπουργική απόφαση.
21. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε στην σκέψη 8, η Οδηγία 2009/28 θέτει δεσμευτικούς εθνικούς στόχους για το μερίδιο των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας (καθώς και στις μεταφορές) έως το 2020. Μέσο εκπλήρωσης των σκοπών της Οδηγίας συνιστούν, κατ’ άρθρο 2 περ. ια αυτής, οι εθνικοί μηχανισμοί στήριξης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Μολονότι, όμως, τα κράτη μέλη καλούνται να συμβάλουν στην εκπλήρωση των σκοπών της Οδηγίας και γενικότερα των σκοπών της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος, εφαρμόζοντας μηχανισμούς στήριξης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέσω ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το δίκαιο της Ένωσης παρέχει στο παρόν στάδιο εξέλιξής του μεγάλη ελευθερία επιλογής στα κράτη μέλη όσον αφορά την εφαρμογή των εν λόγω μηχανισμών (πρβλ. ΔΕΚαπόφασητης 26/9/2013, C-195/2012, Industrie du bois de Vielsalm & Cie (IBV) SA κατά Région wallonne, σκ. 61-66). Αβασίμως, συνεπώς, προβάλλεται με την παρέμβαση ότι η επιβολή της ένδικης εισφοράς αντίκειται στην πιο πάνω Οδηγία καθιστώντας αδύνατη την επίτευξη των δεσμευτικών στόχων και πλήττοντας τους παραγωγούς ΑΠΕ από φωτοβολταϊκούς σταθμούς σε σχέση με τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από λοιπές ΑΠΕ και από συμβατικές πηγές.
22. Επειδή, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να επιλαμβάνονται διαφορών, οι οποίες τα υποχρεώνουν να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν την έννοια της ενισχύσεως του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ (πρώην 87 παρ. 1 ΣΕΚ), προκειμένου ιδίως να κρίνουν αν ένα κρατικό μέτρο που ελήφθη χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία προηγουμένου ελέγχου του άρθρου 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ (πρώην 88 παρ. 3 ΣΕΚ) έπρεπε να είχε υποβληθεί στη διαδικασία αυτή (πρβλ. ΔΕΚ, αποφάσεις της 22-3-1977, C- 78/76, Steinike & Weinlig, Συλλ. 1977, σ. 171, σκ. 14, της 21-11-1991, C-354/90, Fédérationnationaleducommerceextérieurdesproduitsalimentairesκαι Syndicatnationaldesnégociantsettransformateursdesaumon, Συλλ. 1991, σ. I-5505, σκέψη 10, της 11-7-1996, C-39/94, SFEIκ.λπ., σκ. 49, της 8-11-2001, C-143/99, Adria-WienPipelineκαι Wietersdorfer & PeggauerZementwerke, σκ. 21-32, της 5-10-2006, C-368/04, Transalpine Ölleitung in Österreich, σκ. 39 κ.ά.). Αντιθέτως, τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί του αν μια κρατική ενίσχυση συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Η κρίση αυτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία ασκείται υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης (πρβλ. ΔΕΚ, αποφάσεις της 18-7-2007, C-119/05, Lucchini, σκ. 50-51, της 9-8-1994, c-44/93, Namur-Les assurances du crédit SA,σκ. 17).
23. Επειδή, ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως ενίσχυσης κατά την έννοια της Συνθήκης προϋποθέτει ότι πληρούται το καθένα από τα τέσσερα σωρευτικά κριτήρια του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ (87 παρ. 1 ΣΕΚ), ήτοι α) να πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων, β) η παρέμβαση αυτή να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, γ) να χορηγεί πλεονέκτημα στον δικαιούχο και δ) να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (ΔΕΚ, αποφάσεις της 17-11-2009, C-169/08, PresidentedelConsigliodeiMinistri, σκ. 52, της 17-7-2008, C-206/06, EssentNetwerkNoordκ.λπ., σκ. 63-64 κ.ά.).
Προς τον σκοπό της εκτίμησης του επιλεκτικού χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, πρέπει να εξεταστεί αν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, το εν λόγω μέτρο συνιστά πλεονέκτημα για ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση προς άλλες οι οποίες τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, εν όψει του σκοπού που διώκεται με το οικείο μέτρο (πρβλ. ΔΕΚ, απόφαση της 8-11-2001, C-143/99, Adria-Wien Pipeline GmbH και Wietersdorfer, σκ. 41-42, της 11/9/2008, Unión General de TrabajadoresdeLaRiojaκ.λπ., συν. υποθ. C-428 έως 434/06, σκ. 46, της 22/12/2008, C-487/06 P, British Aggregates Association κατάΕπιτροπής, σκ. 82, της 17-11-2009, C-169/2008, Presidente del Consiglio dei Ministri, σκ. 61 κ.ά.). Πάντως, η ύπαρξη πλεονεκτήματος δεν μπορεί να συναχθεί άνευ ετέρου από τη διαφορετική μεταχείριση, αντικείμενο της οποίας αποτελούν οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Πράγματι, δεν υφίσταται τέτοιο πλεονέκτημα εφόσον η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από λόγους οι οποίοι ανάγονται στη λογική του συστήματος (ΔΕΚ, αποφάσεις της 22-11-2001, C-53/00, Ferring SA, Συλλ.2001, Ι 9098, σκ. 17, 13/2/2003, C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 52, της 29/4/2004, C-159/01, Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Επιτροπής, σκ. 42, της 22/12/2008, BritishAggregatesAssociationκατά Επιτροπής, σκ. 83, της 15/11/2011, συν. υποθ. C-106 και 107/09, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Βασίλειο της Ισπανίας κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, σκ. 145 κ.ά.).
24. Επειδή, απαραδέκτως προβάλλεται με την παρέμβαση ότι η ένδικη εισφορά συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικές πηγές, καθώς και εκείνων από λοιπές ΑΠΕ κατά παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, διότι η κρίση περί του αν κρατικά μέτρα ενίσχυσης είναι συμβατά ή μη με την κοινή αγορά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ασκείται υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης, τα δε εθνικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί τέτοιου ζητήματος (ΣΕ 2201/2010 Ολομ., 2786/2007, 220/2002, βλ. και προπαρατεθείσεις αποφάσεις ΔΕΚ στις υποθέσεις C-78/76, C-354/90, C-44/93, C-119/05). Περαιτέρω, ο λόγος της προσφυγής ότι η ένδικη εισφορά συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, για την οποία δεν έχει προηγηθεί κοινοποίηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατ’ άρθρο 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως διότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η επιβολή της ένδικης εισφοράς υποκρύπτει μια τέτοια κρατική ενίσχυση, η διαφοροποίηση δικαιολογείται από λόγους οι οποίοι ανάγονται στη λογική του συστήματος που περιέχει τελείως διαφορετικές κατηγορίες παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Πράγματι, ως προς τη συμμετοχή των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς στην αγορά ηλεκτρι κής ενέργειας, προβλέπεται, κατά τα προεκτεθέντα, κατά προτεραιότητα απορρόφηση της εν λόγω ενέργειας, κατά την κατανομή του φορτίου, ως προς δε την τιμολόγησή της προβλέπεται το προπεριγραφέν σύστημα καθορισμού τιμών και η πληρωμή των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ [και ΣΗΘΥΑ] και μόνο από τον ειδικό λογαριασμό, στην ενίσχυση του οποίου αποσκοπεί η ένδικη εισφορά, ενώ, για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, προβλέπεται η συμμετοχή τους στον ημερήσιο ενεργειακό προγραμματισμό (ΗΕΠ), ήτοι σε χονδρεμπορική αγορά που λειτουργεί βάσει προσφορών, δια της οποίας προσδιορίζεται η διαμορφούμενη σύμφωνα με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς (προσφορά-ζήτηση) Οριακή Τιμή του Συστήματος βάσει της υψηλότερης τιμής προσφοράς για έγχυση στο Σύστημα από μονάδα παραγωγής εντασσόμενη στον ΗΕΠ, με την οποία αμείβονται οι παραγωγοί για την ενέργεια που εγχέουν ημερησίως (την οποία πληρώνουν οι προμηθευτές για την ενέργεια που απορροφούν ημερησίως), πλέον ορισμένων πρόσθετων διοικητικά οριζόμενων αμοιβών μέσω του μηχανισμού κάλυψης μεταβλητού κόστους κατ’ άρθρο 159 του Κώδικα Διαχείρισης του ΕΣΜΗΕ, απόφαση 57/2012 της ΡΑΕ, Β’ 103, καθώς και του μηχανισμού διασφάλισης επαρκούς ισχύος κατ’ άρθρα 180 επ. του ίδιου κώδικα, ενώ καταβάλλουν ειδικό τέλος 2 ευρώ ανά MWh παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη για την ενίσχυση του ειδικού λογαριασμού για τις ΑΠΕ.
25. Επειδή, προβάλλεται με την παρέμβαση ότι η ένδικη εισφορά αφενός δυσχεραίνει τη δυνατότητα εγκατάστασης και την επιχειρηματική ενασχόληση στον εν λόγω τομέα της οικονομίας, κατά παράβαση των άρθρων 49 και 56 ΣΛΕΕ (πρώην 43 και 49 ΣΕΚ), αφετέρου πλήττει το ενδοκοινοτικό εμπόριο των αναγκαίων για τη λειτουργία των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και εισαγομένων ως επί το πλείστον από χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μηχανημάτων (πάνελ, βάσεων, μηχανισμών κ.λπ.) κατά παράβαση του άρθρου 34 ΣΛΕΕ (πρώην 28 ΣΕΚ), καθώς πλήττει τη βιωσιμότητα των ήδη υφισταμένων και περιορίζει τη δυνατότητα εγκατάστασης νέων σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Οι λόγοι, όμως, αυτοί, ανεξαρτήτως της αοριστίας τους και του κατά πόσον η παρεμβαίνουσα δικαιολογεί έννομο συμφέρον προβολής τους, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθόσον οι πιο πάνω διατάξεις, που αφορούν οι μεν πρώτες στην ελευθερία εγκατάστασης και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αντιστοίχως, η δε δεύτερη στους ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών και τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος μεταξύ των κρατών μελών, δεν αποκλείουν τη θέσπιση φορολογικών επιβαρύνσεων που, όπως η ένδικη, δεν καθιερώνουν διάκριση στον επίμαχο κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, ούτε θεσπίζουν με οποιονδήποτε τρόπο περιορισμούς, παρεμποδίζουν, δυσχεραίνουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την εγκατάσταση, παροχή υπηρεσιών και κυκλοφορία εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο άλλων, συγγενώνέστω, επιχειρηματικών κλάδων.
26. Επειδή, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι αυτοτελείς λόγοι που προβάλλονται με τουπόμνημα της παρεμβαίνουσας, διότι με αυτό επιτρέπεται μόνον η ανάπτυξη των ήδη προβληθέντων και όχι η προβολή νέων.
27. Επειδή, μετά την επίλυση των ανωτέρω ζητημάτων, στα οποία εξαντλείται η προσφυγή και η παραδεκτώς ασκηθείσα παρέμβαση, το Δικαστήριο, αφού απορρίψει όλες τις παρεμβάσεις που ασκήθηκαν ενώπιόν του, κρίνει ότι πρέπει να κρατήσει και να δικάσει την υπόθεση κατ’ ουσίαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του έκτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 για λόγους οικονομίας της δίκης.
28. Επειδή, το Δικαστήριο απορρίπτει τους λόγους της προσφυγής και αυτήν στο σύνολό της, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν.
Δια ταύτα Επιλύει τα πιο πάνω ζητήματα, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Απορρίπτει τις παρεμβάσεις.
Κρατεί και δικάζει την προσφυγή.
Απορρίπτει την προσφυγή.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην προσφεύγουσα τη δικαστική δαπάνη της ΛΑΓΗΕ και του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ, για καθέναν από αυτούς.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 2013 και 3
Ιουνίου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 30ής Ιουνίου 2014.
Ο Πρόεδρος του Β’ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β’ Τμήματος
Φ. Αρναούτογλου Ι. Μητροτάσιος
ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την
παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους
Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.
Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.
Αθήνα, ……………………………………….
Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος O Γραμματέας του Β΄ Tμήματος
Φ. Αρναούτογλου I. Μητροτάσιος